Δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα έβρισκε συνοδοιπόρο σε αυτή την τρομακτική περιπλάνησή του: κάποιον που να στέκεται άγρυπνος στο πλάι του, με το βλέμμα προσηλωμένο στον κίνδυνο, τον μεγάλο, τον απρόβλεπτο κίνδυνο που μπορούσε να ξεπηδήσει ανά πάσα στιγμή από μια σκοτεινή γωνιά, σαν θηρίο που τινάζεται με όλη του τη δύναμη πίσω από τις φυλλωσιές και αιφνιδιάζει θανάσιμα το θύμα του.

Δεν ήξερε ποια μορφή θα έπαιρνε αυτό το θηρίο, δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον απειλούσε, ήταν όμως σίγουρος πως υπήρχε και παραμόνευε υπομονετικά: ζούσε την κάθε μέρα επιφορτισμένος με την αλάνθαστη βεβαιότητα πως θα το συναντούσε κάτω από τις πιο δυσοίωνες συνθήκες.

«Είπατε ότι από πολύ νέος είχατε βαθιά μέσα σας την αίσθηση πως προοριζόσαστε για κάτι ασυνήθιστο και παράξενο, κάτι πιθανώς ξεχωριστό και φοβερό, που αργά ή γρήγορα θα σας συνέβαινε, πως επρόκειτο για ενδόμυχο συναίσθημα, για βεβαιότητα, και πως ενδεχομένως θα σας συνέτριβε» του υπενθυμίζει η Μαίη όταν συναντιούνται τυχαία και πάλι, δέκα χρόνια μετά την αρχική γνωριμία τους. Ο Μάρτσερ εκπλήσσεται: δεν θυμόταν ότι είχε εκμυστηρευτεί το πολυτιμότερο μυστικό του σε αυτή την ευγενική γυναίκα που στεκόταν τώρα μπροστά του. Τόσο το καλύτερο όμως: θα φρόντιζε να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τη νεανική απερισκεψία του. Θα φρόντιζε να αποκτήσει μια ισχυρή σύμμαχο. Κάποια –το φύλο δεν είχε σημασία –που θα ήταν διατεθειμένη να περιμένει μαζί του και να μοιράζεται την αγωνία του, κάποια που δεν θα τον θεωρούσε γραφικό και παράφρονα αλλά θα τον καταλάβαινε και θα τον πίστευε.
Η ιερή συμμαχία τους αποδεικνύεται ολοένα πιο ισχυρή με το πέρασμα των χρόνων. Εξαντλητικές συζητήσεις καλύπτουν κάθε πιθανό –πάντοτε εντυπωσιακά αρνητικό –ενδεχόμενο που επιφυλάσσει η μοίρα για τον Μάρτσερ. Η προ-μπεκετική αυτή συνθήκη παίρνει τη μορφή υπαρξιακού θρίλερ στο «Θηρίο». Η αγωνία για την ανακάλυψη της «πραγματικής αλήθειας» σχετικά με τον Μάρτσερ –έτσι την αποκαλούν χαϊδευτικά μεταξύ τους –ολοένα κορυφώνεται, παρ’ όλο που η αναζήτηση αυτή βασίζεται επί της ουσίας μονάχα στους διαλόγους τους. Μάταια.
Ο λόγος αποτυγχάνει, ο έρωτας δεν καταφθάνει: όσο προφανές και αν καθίσταται σε εμάς το πάθος της Μαίης για τον Μάρτσερ, αυτός, βυθισμένος στον ναρκισσισμό του, αρνείται να το αντιληφθεί. Και έτσι η Μαίη αναλαμβάνει άλλο ρόλο. Εκείνη θα συλλάβει πρώτη την «πραγματική αλήθεια» για τον Μάρτσερ. Θα αρνηθεί όμως, ως άλλη, ανεξιχνίαστη Σφίγγα –έτσι τη βλέπει ένα από τα τελευταία πρωινά που την επισκέπτεται –να του φανερώσει τα συμπεράσματά της. Θεωρεί προτιμότερο να τον αφήσει να περιφέρεται στο σκοτάδι της άγνοιας.

Εκεί όπου πορευόταν προφυλαγμένος όλη του τη ζωή. Και εκεί όπου θα συνεχίσει να πορεύεται μετά τον θάνατό της, εντελώς μόνος πλέον, χαμένος χωρίς την καθοδήγησή της. Η αλήθεια θα τον επισκεφθεί ξαφνικά, τυχαία σχεδόν, σε μια από τις τακτικές επισκέψεις του στον τάφο της. Η ρομαντική φαντασίωσή του σκάει εκκωφαντικά σαν μπαλόνι. Αυτό το τρομερά ξεχωριστό που περίμενε μια ζωή δεν θα συνέβαινε ποτέ: «αυτό αξίζει πραγματικά τον τίτλο «θηρίο» διότι είναι το πιο τρομακτικό πράγμα που θα μπορούσε να ανακαλύψει ο Μάρτσερ: εντελώς αντίθετα από τις προσδοκίες του, δεν υπήρχε τίποτα να τον περιμένει…» (Ντιάντρα Μπόουμπ).

Είναι ομολογουμένως ιδιαίτερα δύσκολο να μεταφερθεί το αριστουργηματικό διήγημα (1903) του Τζέιμς στο θέατρο: ο εσωτερικός λαβύρινθος των ηρώων, οι υπόκωφες εντάσεις του κρυφού πυρετού τους, οι άπειρες αποχρώσεις της σιωπής τους, οι εύθραυστες λεπτομέρειες της κάθε κίνησης, η επώδυνη εγκράτεια μιας χειρονομίας, η τεράστια σημασία που μπορεί να βαραίνει το απλό ανασήκωμα ενός σώματος από την πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι ενώ το άφαντο θηρίο καιροφυλακτεί, όλα αυτά δυσκολεύουν σημαντικά το έργο του σκηνοθέτη και των συνεργατών του.
Η Μαρία Μαγκανάρη μοιάζει να τα υποψιάζεται όλα αυτά και επιδιώκει να τα αναδείξει, χωρίς όμως να επιτυγχάνει ιδιαίτερα γόνιμα αποτελέσματα. Η σκηνοθέτρια υποκύπτει στη λύση της εύκολης αναπαράστασης: ορμώμενη από τη σύνδεση που έχουν επισημάνει πολλοί μελετητές ανάμεσα στο «θηρίο» του Τζέιμς και το Εκείνο (Id) του Φρόιντ (το locus των ενστίκτων μας, σεξουαλικών και άλλων) τοποθετεί επί σκηνής μια νεαρή κοπέλα (Ανθή Ευστρατιάδου) με λευκή κιλότα και φανέλα να περιφέρεται αισθησιακά με μαλλιά ξέπλεκα, ξυπόλητη, πότε να κάθεται δίπλα στους δύο ηθοποιούς, πότε να ανεβοκατεβαίνει τις επιβλητικές σκάλες στο φουαγέ του θεάτρου, πότε να ξεπροβάλλει από τα σεντόνια (πριν από την έναρξη της παράστασης, και αυτό στο φουαγέ), πότε να τραγουδάει Νταλιντά σε σόλο περφόρμανς, και γενικώς να προκαλεί την προσοχή επάνω της μέσα από την κραυγαλέα αντίθεση της δικής της «ελευθερίας» με τον εγκλωβισμό των ηρώων.

Οσο για τους τελευταίους, η Σύρμω Κεκέ και ο Θεμιστοκλής Πάνου δεν καταφέρνουν να χτίσουν μια ενδιαφέρουσα χημεία για το ζεύγος Μαίη και Μάρτσερ: στέκονται συμπαθείς αλλά δεν αποδίδουν ούτε την ένταση του ανικανοποίητου ούτε την αίσθηση των πολύπλοκων διεργασιών που λαμβάνουν χώρα κάτω από τις απλές, φαινομενικά, συναλλαγές των ηρώων τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ