Άμλετ, πράξη 5, σκηνή 1. Ο Άμλετ με τον Οράτιο στο κοιμητήριο παρακολουθούν τον νεκροθάφτη να ανοίγει τάφο για την επικείμενη ταφή της Οφίλιας. Ο Άμλετ κρατεί ένα κρανίο που (υποτίθεται) ανήκει στον κωμικό Γιόρικ και σχολιάζει, με πικρό χιούμορ, τη ματαιότητα του βίου. Στο τέλος ερωτά τον Οράτιο, «Για πές μου ένα πράγμα, Οράτιε;
Οράτιος: Τί κύριέ μου;
Άμλετ: Φαντάζεσαι ο Μεγαλέξανδρος μέσ’ στη γη να φαινόταν έτσι;
Οράτιος: Έτσι, απαράλλαχτα.
Άμλετ: Και να μυρίζει έτσι; Πουφ! (Βάζει κάτω τό κρανίο).
Οράτιος: Το ίδιο, αφέντη μου.
Άμλετ: Σε τί χυδαία χρήση ξαναγυρίζουμε, Οράτιε! Γιατί τάχα με τη φαντασία να μην παρακολουθήσουμε την αγνή σκόνη του Μεγαλέξανδρου, ώσπου να τη βρούμε βούλωμα τρύπας σε μια τάπα;
Οράτιος: Τόσο ψιλολόγημα είναι υπερβολή.
Άμλετ: Καθόλου, μα τη αλήθεια, ούτε γιώτα. Αλλά φτάνει κανείς ώς εκεί
με οδηγό του την κοινή λογική και την πιθανότητα.
Ορίστε. Ο Μεγαλέξανδρος πεθαίνει. Ο Μεγαλέξανδρος θάβεται,
ο Μεγαλέξανδρος ξαναγίνεται σκόνη. Η σκόνη ειναι χώμα.
Από το χώμα κάνουμε λάσπη.
Και γιατί μ’ αυτή τη λάσπη, όπου αυτός εκατάντησε,
να μη βουλώσουμε ένα κρασοβάρελο;
Ο Μέγας Καίσαρ πέθανε και γινωμένος σκόνη
μπορεί στον τοίχο για το κρύο μια τρύπα να βουλώνει.
Ωιμέ, το χώμα που ‘κανεν όλη τη γη να τρέμει,
πώς κλείνει μια χαραματιά να μη φυσούν οι ανέμοι! »

Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας