Η ανάγκη γεννάει λύσεις –τις γεννάει αιώνες πριν από εκείνο το χιονισμένο βράδυ στο Παρίσι. Ειδικά αν η ανάγκη δημιουργείται από δύο εκατομμυριούχους, φιλόδοξους 30άρηδες με βαθιές γνώσεις προγραμματισμού· τις πιο απαραίτητες γνώσεις για να επιτύχεις στον 21ο αιώνα. Σύμφωνα με τον θρύλο, ένα βράδυ στο Παρίσι, δύο φίλοι που πάγωναν από το κρύο αναζητώντας μάταια ένα από τα πολλά σνομπ γαλλικά ταξί, σκέφτηκαν πως πολύ θα ήθελαν πατώντας ένα κουμπί να διασχίσουν με στυλ την πόλη, χωρίς να χρειαστεί να περιμένουν, χωρίς να πιάσουν χρήματα στα χέρια τους, χωρίς καν να κουραστούν. «Σαν ροκ σταρ», όπως θέλουν όλοι αυτή την εποχή, που η διαχείριση του εαυτού σου στα social media έχει εξελιχθεί σε μια –συνήθως αποτυχημένη –ατομική επιχείρηση γοητείας.
Τελικά, συμβιβάστηκαν με έναν αδιάφορο για όλα αυτά γάλλο ταξιτζή, αλλά επιστρέφοντας στην πόλη τους, το Σαν Φρανσίσκο, κοντά στη Silicon Valley, εκεί όπου χτίζεται το μέλλον ερήμην μας, αφού είδαν πως στην πόλη υπάρχουν μόλις 1.891 ταξί για 840.000 κατοίκους, ξεκίνησαν μια εταιρεία με το όχι και τόσο σεμνό όνομα Uber. Τι ακριβώς κάνει; Επιτρέπει σε όποιον θέλει, με ένα κουμπί στο κινητό του, να μισθώσει ένα ταξί, μια λιμουζίνα ή (εδώ εμφανίζεται η αιτία πολέμου) ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο χωρίς επαγγελματική άδεια, να πληρώσει πάλι με το κινητό χωρίς να λερώσει τα χέρια του με χρήματα και να πάει όπου θέλει. «Σαν ροκ σταρ».
Τα χρόνια ζωής της start-up επιχείρησης είναι μόλις τέσσερα. Λίγα, αλλά αρκετά στην ψηφιακή εποχή που τα χρόνια μοιάζουν με αιώνες (το YouTube ιδρύθηκε το 2005, θυμάται κανείς τη ζωή πριν από αυτό;) για να πετύχει θηριωδώς. Αυτή τη στιγμή είναι μια εταιρεία στο μέγεθος της Google, έχει επεκταθεί σε 230 πόλεις και 45 χώρες, επαίρεται ότι καλύπτει το 55% του πληθυσμού με το δίκτυό της, κερδίζει 20 εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο και η αξία της αποτιμάται στα 25 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ολα αυτά θα ήταν απλώς άλλη μια ιστορία επιτυχίας από την άλλη όχθη του κόσμου, αν η εταιρεία που έχει κάνει σύμβολό της το επιθετικό θράσος δεν έφτανε μέχρι και την Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οπως και στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες και οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη έχει επεκταθεί, οι διαμαρτυρίες είναι έντονες. Στην Ελλάδα έχει προσλάβει κάποια στελέχη και ψηφιακά υπάρχει μόνο στο Facebook όπου έχει ήδη δεχθεί δεκάδες διαμαρτυρίες, όχι ιδιαίτερα κόσμιες, από οδηγούς ταξί που (δικαίως) διαμαρτύρονται πως οι ακριβοπληρωμένες επαγγελματικές τους άδειες χάνουν την ουσιαστική τους αξία. Το υπουργείο Μεταφορών ανακοίνωσε πως μεταφορά με κόμιστρο επιτρέπεται μόνο από τα οχήματα με άδεια, αλλά η εταιρεία δεν δείχνει να φοβάται ιδιαίτερα.
Η Uber είναι συνηθισμένη στην αντίδραση (στο Λονδίνο οι ταξιτζήδες έσπασαν οχήματά της, στο Παρίσι παρέλυσε η πόλη από απεργίες), καθώς διαχειρίζεται τις κρίσεις της με θράσος, επιθετικότητα και ακριβοπληρωμένο lobbying. Ηξερε τι θα συναντήσει στη μάχη που μόλις άρχισε.
Αν αποµακρυνθούµε από τη δικαιολογημένη οργή των οδηγών, την κάπως αμήχανη απαγόρευση από το υπουργείο Μεταφορών και την ανατίναξη της αγοράς με την είσοδο των «πειρατών» αν δούμε πιο ψύχραιμα (και) αυτή την ιστορία, θα παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ο κόσμος. Οχι με έναν κρότο, ούτε με έναν λυγμό, αλλά με ένα κλικ.
Συµβαίνει στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις από την επέλαση του Airbnb που νοικιάζει (χωρίς φόρο) σπίτια σε τουρίστες. Συνέβη µε τους πράκτορες ταξιδίων που έχασαν από το Internet το προνόµιο του να κλείνουν οι ίδιοι τα εισιτήρια. Συµβαίνει σε έναν βαθµό και στη δηµοσιογραφία, που αλλάζει µορφή, ζήτηση, προσφορά, αναγνωσιµότητα, µέτρηση και αντίληψη την απόλυτη ψηφιακή εποχή. Ας το πάρουµε απόφαση: ζούµε σε µια εποχή που ορισµένα επαγγέλµατα θα εξαφανιστούν, όπως οι γανωτές, οι σαµαράδες και οι νερουλάδες. Σε µια εποχή που η παλιά πραγµατικότητα, στριµωγµένη σε µια γωνία από την τεχνολογία, προσπαθεί να αµυνθεί κρατώντας σπαθιά. Τα οποία όµως είναι κάπως φθαρµένα από τη χρήση.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ