Μιλώντας στα εγκαίνια της έκθεσης του Ιδρύματος της Βουλής ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Μεϊμαράκης δήλωσε «Προσωπικά είχα αναφερθεί και στο παρελθόν σε μια πρόταση, για να μπορούμε να αποφεύγουμε τις αγκυλώσεις και την καταθέτω εκ νέου τώρα, σύμφωνα με την οποία ζητώ μη θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις να μπορούμε να τις τροποποιούμε ανεξάρτητα από το αν η Βουλή είναι Αναθεωρητική ή όχι, με εντολή της προηγούμενης με μια πολύ αυξημένη πλειοψηφία» (Νέα 19/11/2014).

Ο κ. Μεϊμαράκης είναι πεπειραμένος πολιτικός και η πρότασή του αποδεικνύει αυτήν την πείρα. Ταυτόχρονα όμως η πρόταση έχει αντιφάσεις, που δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε. Ο Πρόεδρος της Βουλής επισημαίνει μια αντίφαση της συνταγματικής μας θεωρίας και πρακτικής. Ενώ, όπως επισημαίνει «η Βουλή είναι το κυρίαρχο Σώμα στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» το Σύνταγμα την περιορίζει και δεν της επιτρέπει ν’ αλλάξει διατάξεις όπως τα περί ευθύνης υπουργών οι οποίες έχουν την αυξημένη ή σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη των πολιτικών κομμάτων (μετά τις πρόσφατες εμπειρίες). Συμφωνώ απόλυτα μ’ αυτήν την επισήμανση. Δεν νομίζω πως είναι πολύ δημοκρατικό να μην μπορούμε ν’ αλλάξουμε τέτοιες διατάξεις για τις οποίες όλοι (ή σχεδόν όλοι) συμφωνούν.

Και συνεχίζει ο Πρόεδρος της Βουλής. Τέτοιες «μη θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις» πρέπει να μην χρειάζονται Αναθεωρητική Βουλή για να ψηφίζονται. Εδώ υπάρχει πρόβλημα, γιατί το Ελληνικό Σύνταγμα διαχωρίζει διατάξεις σε «μη αναθεωρήσιμες» (το πολίτευμα και τα άρθρα 2 παράγραφος.1, αρ. 4 παρ. 1, 4 και 7, αρ. 5 παρ. 1 και 3, αρ. 13 παρ. 1 και 26) και αναθεωρήσιμες (όλες οι υπόλοιπες σύμφωνα με το άρθρο 110). Ο διαχωρισμός σε «θεμελιώδεις» και «μη θεμελιώδεις» δεν υπάρχει και θα πρέπει (αν τον θεωρήσουμε σωστό και ουσιώδη) να εισαχθεί. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Χρειάζεται (σύμφωνα με το άρθρο 110) η συμφωνία δυο διαδοχικών κοινοβουλίων με ενδιάμεσες εκλογές, και απόλυτη πλειοψηφία στο ένα και ενισχυμένη πλειοψηφία (3/5) στο άλλο. Όλα αυτά μοιάζουν δύσκολα και περίπλοκα. Δυστυχώς, αυτές οι εντυπώσεις είναι σωστές. Είναι πολύ δύσκολο να αναθεωρήσει κανείς το Σύνταγμα. Ενάντια σ’ αυτήν τη δυσκολία εξανίσταται ο κ. Μεϊμαράκης.

Εδώ όμως βρίσκεται η αντίφαση της πρότασής του. Αφού πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά για να υλοποιήσουμε την πρότασή του, ποιος ο λόγος να διαχωρίσουμε τις διατάξεις σε «θεμελιώδεις» και «μη» και να έχουμε μια ατελείωτη συζήτηση για το ποια άρθρα θα περιλαμβάνονται στην κάθε κατηγορία; Και ποιος θ’ αποφασίζει την κατηγορία κάθε άρθρου αν κάνουμε τις κατηγορίες τρεις αντί για δυο που έχει τώρα το Σύνταγμα; Γιατί να μην κάνουμε την αναθεώρηση πιο εύκολη, και γιατί να μην περιλαμβάνουμε στο Σύνταγμα μόνο «θεμελιώδεις διατάξεις» (οτιδήποτε αυτό σημαίνει) και να ρυθμίζουμε τα «μη θεμελιώδη» δια νόμου; Μ’ αυτόν το τρόπο θα αποφύγουμε να αναρωτιόμαστε την επόμενη φορά (εκ των υστέρων) αν η Βουλή είναι το κυρίαρχο σώμα σε μια Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Ας προσπαθήσουμε να διορθώσουμε με τρόπο συνεπή τα λάθη του παρελθόντος. Σε προηγούμενο άρθρο μου στο ΒΗΜΑ της Κυριακής (5/10/14) είχα προτείνει πως να ξεκλειδώσουμε ολόκληρο το Σύνταγμα. Η διαδικασία να χρειάζεται μια Βουλή (με πλειοψηφία 3/5) αντί για δύο, και να μπορεί να επαναλαμβάνεται όταν αυτή η πλειοψηφία (3/5) το θελήσει, και να καταργήσουμε το άρθρο 110 παράγραφος 6 για να μην περιμένουμε 5 χρόνια για να κάνουμε καινούργια αναθεώρηση. Την προηγούμενη Κυριακή (23/11/14) είχα εξηγήσει γιατί το Σύνταγμα είναι «Μεγάλο, κλειδωμένο, και κακό» και το επιχείρημα μου ήταν ότι δημιουργεί αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «χρονική ασυνέπεια», δηλαδή περιορίζει τις ελευθερίες του Κοινοβουλίου να κάνει τις ρυθμίσεις που εκείνο θεωρεί κατάλληλες, παρότι, όπως λέει ο κ. Μεϊμαράκης «η Βουλή είναι το κυρίαρχοΣώμα στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία»

Το Σύνταγμα του 1975 έχει αναθεωρηθεί 3 φορές. Στις δυο απ’ αυτές ήταν μέλος της Βουλής ο κ. Μεϊμαράκης. Τότε ο κ. Μεϊμαράκης πίστευε ότι οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ήταν σωστές (και μια και έγιναν με βάση το άρθρο 110 είχε μαζί του μια συντριπτική πλειοψηφία βουλευτών –τουλάχιστον από τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ). Θα πρέπει να τον τιμήσουμε για το ότι τώρα βγάζει τα σωστά συμπεράσματα και ζητά το ξεκλείδωμα (έστω και μερικό) του Συντάγματος. Και πρέπει να του ευχηθούμε να πείσει και το κόμμα του που αυτή τη στιγμή κινείται σε άλλο μήκος κύματος και εισάγει προς αναθεώρηση μια σειρά από δευτερεύουσες μεταρρυθμίσεις που αύριο πιθανόν θα θέλουμε πάλι να αλλάξουμε.

Το Σύνταγμα δεν είναι η αποθήκη καλών και αδοκίμαστων ιδεών. Και ακόμα λιγότερο δεν είναι η αποθήκη κακών ιδεών (όπως η «απλή και άδολη αναλογική» που προτείνει η ΔΗΜΑΡ (και ο ΣΥΡΙΖΑ;) για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο. Είναι οι δεσμευτικοί κανόνες που καθορίζουν τη δράση μας στο ορατό μέλλον. Οι λεπτομέρειες πρέπει να αφήνονται στους νόμους του κράτους.

Η λογική συνέπεια της πρότασης Μεϊμαράκη είναι το ξεκλείδωμα του Συντάγματος και η εισαγωγή της διάταξης «ως ο νόμος ορίζει» σε πολλά από τα άρθρα του.

*Ο Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (Η.Π.Α.).