Θαύµαζα την ταχύτητα µε την οποία κινούσε τα χέρια του: Δύο-τρία πατήματα στα πλήκτρα και «συγχαρητήρια, περάσατε στην έβδομη πίστα». Εγώ παραμένω κολλημένος στην πρώτη πίστα εδώ και εβδομάδες. Επειδή είμαι αργόστροφος; «Επειδή μεγάλωσες και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια απευθύνονται σε νεότερους» λέει εκείνη, φίλη πιστή και αμείλικτη. Κατεβαίνω από το αστρικό υπερσκάφος μου ενοχλημένος και διαγράφω τη «Διαστημική θύελλα» από το κινητό τηλέφωνό μου. Μερικές ημέρες αργότερα, σε μια συζήτηση περί της σύγχρονης ποπ, ακούω την αμείλικτη φίλη να σχολιάζει φαρμακερά τη Lady Gaga που «αρκετά προκάλεσε, κατάντησε κουραστική», τη Μάιλι Σάιρους που «ας ρίξει κανένα ρούχο πάνω της», την Τζένιφερ Λόπεζ που «όλο κουνάει τον κώλο της». «Δεν φταίνε αυτές», παρεμβαίνω με εκδικητικό ύφος, «εσύ μεγάλωσες και δεν μπορείς να τις καταλάβεις». Παραδόξως συμφωνεί. «Το έχω σκεφτεί κι εγώ» λέει, και τα χρόνια τα άτιμα, που περνάνε αφήνοντάς μας ενίοτε πίσω με την απορία, με την άρνηση, με μια αίσθηση ανεπάρκειας ή και απόγνωσης, γίνονται το κεντρικό θέμα μιας συζήτησης με πολύ ενδιαφέρον αλλά και με πολλή πίκρα.
Εγώ µένω µετεξεταστέος στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, εκείνη θεωρεί τη σύγχρονη ποπ χωματερή του καλού γούστου, εγώ δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω τις σύγχρονες ταινίες δράσης, καθώς η ταχύτητά τους με ζαλίζει, εκείνη δεν αντέχει τη βία τους. Αμφότεροι σχολιάζουμε αρνητικά τους χίπστερ, τη γενιά του πίρσινγκ, εκείνους που κάνουν πολλά τατουάζ.

Δεν μας αρέσουν, συχνά, οι κοινωνικές συμπεριφορές των νέων, κάτι που είπαν ή κάτι που δεν έκαναν, ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Βρίσκω το κίνημα για τον δημόσιο θηλασμό υπερβολικό, θεωρεί την απόφαση της ανιψιάς της να δημιουργήσει μονογονεϊκή οικογένεια καθαρή τρέλα. Δικαίως ενοχλούμαστε, απορούμε και αντιδράμε, ή μήπως γερνάμε και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε – αποδεχθούμε το καινούργιο; «Παλιά…» αρχίζει εκείνη, τη διακόπτω όμως για να παρατηρήσω ότι μιλάει σαν τις γιαγιάδες μας: «Παλιά τα κορίτσια δεν βάφονταν σαν να ήταν του δρόμου» –όπου όλη η φασαρία γινόταν για λίγη σκιά πάνω από το μάτι –«παλιά δεν βγαίναμε έξω με κουρέλια» – όπου κουρέλι ήταν ένα ελαφρώς ξεβαμμένο τζιν –«παλιά η μουσική είχε μελωδία ενώ τώρα είναι φασαρία» –τη… φασαρία τη χρέωναν στους Rolling Stones –«παλιά είχαμε τρόπους!». Και εμείς είχαμε τρόπους, απλώς ήταν διαφορετικοί! Ομως οι τρόποι μας δεν άρεσαν στις θείες μου. Σε γυναίκες μελαγχολικές εξαιτίας της καταπίεσης μέσα στην οποία είχαν μεγαλώσει, αλλά και καταπιεστικές –αυστηρές απέναντί μας γιατί έτσι είχαν μάθει. Καταδικασμένες να κάθονται στη στάση και να παρατηρούν (με τρόμο) τα σύγχρονα μέσα μαζικής μεταφοράς να τις προσπερνούν, χωρίς να μπορούν να επιβιβαστούν σε αυτά.

«Ηρθεν η ώρα µας; Θα βλέπουμε και εμείς τα τρένα να περνάνε καθηλωμένοι στη στάση;» ρωτάει με τρόμο η φίλη μου. Ας μην το κάνουμε θρίλερ! Απλώς, όσο μεγαλώνουμε θα χρειαστεί, νομίζω, επιπλέον προσπάθεια. Για να καταλάβουμε πριν διαμορφώσουμε άποψη και να μην ξεκινάμε με εκ προοιμίου απόρριψη. Θα χρειαστεί, επιπλέον, να δείξουμε την επιείκεια που δεν έδειξαν οι παλαιότεροι απέναντι στο νέο και στους νέους. Και να αποδεχτούμε με γενναιότητα ότι υπάρχουν πιθανώς και πράγματα που θα μας προσπεράσουν. Αυτό είναι το παιχνίδι. Οχι το παιχνίδι με τα διαστημόπλοια που αδυνατώ να ολοκληρώσω (είναι και αυτή μια ήττα), αλλά το παιχνίδι της ζωής. «Πάντως, η Σάιρους δεν υπάρχει περίπτωση να μου αρέσει». Ούτε εμένα. «Και οι χίπστερ το ίδιο». Θα περάσει η μόδα τους. «Λες να έρθει τίποτε χειρότερο;» Δεν βαριέσαι, καλά παιδιά να είναι!

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014