Διαβάζοντας τις προάλλες το μύθο του Άδμητου και της Άλκηστης στις κόρες μου, ήρθα ομολογουμένως σε δύσκολη θέση, όταν κλήθηκα να απαντήσω σε μια αυθόρμητη όσο κι αμείλικτη ερώτησή τους (δική μου εδώ η διατύπωση για ευνόητους λόγους).

Υπάρχει ανιδιοτελής και απόλυτη αγάπη που να ξεπερνά τα στενά όρια του «εγώ» και να φτάνει μέχρι και την αυτοθυσία;

Ξέρω ότι η πρώτη σκέψη που περνά από το μυαλό σας είναι αυτή που έκανα κι εγώ αρχικά: τέτοια αγάπη είναι αυτή της μάνας. Τούτη η πολυθρύλητη, πολυσυζητημένη, πολυύμνητη αγάπη. Στο συγκεκριμένο μύθο, όμως, η μάνα του Άδμητου αρνήθηκε να πεθάνει εκείνη στη θέση του γιου της. Εξαίρεση, θα μου πείτε, στον κανόνα. Ακόμα και στον πιο βασικό.

Κι ο έρωτας; Τι γίνεται με την ψυχική (κατά Πλάτωνα, ότι δηλαδή κάθε αίσθημα αγάπης εμπεριέχει το στοιχείο του έρωτα), αλλά και τη σωματική έλξη; Εξίσου πολυφιλοσοφημένος, πολυτραγουδισμένος και εμπνευστής των καλλιτεχνών και των ευαίσθητων ψυχών.

Ένας φυσικός επιστήμονας που θα έπαιρνε -υποθετικά- μέρος στη συζήτησή μας, θα έλεγε πως ο κανόνας αυτός (μαζί κι οι εξαιρέσεις του) απαντά και στο ζωικό βασίλειο. Πάρτε για παράδειγμα τη σκύλα, την κλώσα ή τη λέαινα. Το ένστικτο της μητρότητας είναι τόσο ισχυρό, που η ζωή των απογόνων τίθεται υπεράνω της ζωής αυτής της ίδιας της μάνας. Πρόκειται, επομένως, για έμφυτη τάση/συμπεριφορά που η φύση προνόησε για τα όντα της, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαιώνιση των ειδών στον πλανήτη. Κι ο έρωτας για αυτόν τον ειδικό είναι ένστικτο, ορμέμφυτο, για να εξασφαλιστεί και πάλι η απαραίτητη ανταλλαγή γονιδίων. Εν κατακλείδι: όλα ξεκινούν από τον εγκέφαλο και στον εγκέφαλο καταλήγουν.

Ένας σκεπτικιστής φιλόσοφος ή συμπεριφοριστής ψυχολόγος απαντώντας στο πρώτο σκέλος του περί ψυχικής έλξης ερωτήματός μας, θα πήγαινε τη συζήτηση ακόμα παραπέρα. Εκτός δηλαδή από την ανάγκη διαιώνισης και την εγκεφαλική λειτουργία θα εντόπιζε και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης (εδώ έχω στο νου μου τον Σοπενχάουερ). Αγαπώ τον άλλο, γιατί έτσι ικανοποιώ τις εσώτερες ανάγκες μου (ψυχικές και σωματικές), ικανοποιώ το «εγώ» μου. Κάνω έρωτα για να ικανοποιηθώ εγώ. Δίνω, προσφέρω οτιδήποτε πνευματικό ή υλικό στον άλλο, για να ευχαριστηθώ εγώ. Ακόμα κι όταν κλαίω για το χαμό αγαπημένου προσώπου, κλαίω, γιατί στην πραγματικότητα λυπάμαι τον εαυτό μου (που βιώνει αυτήν την απώλεια).

Στις παραπάνω αναλύσεις, λοιπόν, η έννοια της ανιδιοτελούς αγάπης είναι απούσα∙ το συναίσθημα της αγάπης έχει κατά βάση εγκεφαλικό, ενστικτώδες κίνητρο και δεν είναι αποκλειστικά προϊόν ανώτερης πνευματικής διεργασίας.

Τι απάντηση, όμως, έδωσα εγώ στα παιδιά μου στο επίμαχο ερώτημα;

Επειδή είμαι ονειροπόλα, ρομαντική, αιθεροβάμων, συντάχθηκα με το τέλος του μύθου που η γυναίκα του Άδμητου, η Άλκηστη, δέχεται να πεθάνει αντί γι’ αυτόν. Υπάρχει τέτοια αγάπη και, νομίζω, ότι δεν έχει ούτε «ταυτότητα προέλευσης» ούτε

και «διεύθυνση αποστολέα». Μπορεί να είναι μητρική ή πατρική, αδερφική, να προέρχεται από ερωτικό σύντροφο ή από φίλο. Αλλά υπάρχει. Και αποδέκτης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμα και κάποιος που θεωρεί –ή «θεωρείται»- ότι δεν την αξίζει.

Είμαι της άποψης ότι η παραπάνω πεποίθηση έχει ευρεία απήχηση. Φτάνει να αναλογιστούμε πόσες φιλοσοφικές θεωρίες, πόσες θρησκείες έχουν ως πυρήνα των διακηρύξεών τους την αγάπη δίχως όρια που φτάνει ως την αυτοθυσία. Εκεί που όλες χωλαίνουν, βέβαια, είναι η πράξη. Αν παρόλα αυτά δεχτούμε το σκεπτικό πως για την αποτυχία των ανθρώπινων πεπραγμένων δεν ευθύνεται η Ιδέα, γιατί αυτή αποτελεί- έστω ως ουτοπία- το φωτεινό φάρο στη ζωή μας, που έχοντάς τον ως πυξίδα και ως προορισμό προσπαθούμε πάντα προς τα εκεί να κατευθύνουμε τα βήματά μας, τότε, ναι, αυτήν την απάντηση καταλήγω να δίνω στα παιδιά μου, κάθε φορά που με ρωτούν.

Αγαπώ.

Μια λέξη που αρχίζει με το Α και κλείνει με το Ω. Η Αρχή και το Τέλος. Κι ανάμεσά τους η ζωή μας, ο κόσμος μας, οι ελπίδες μας, τα όνειρά μας. Τελικώς, η ίδια η υπόστασή μας.