Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία: «μια ζωή γεμάτη φως και νόημα». Θα έκανε το παν για να μπορέσει να γευτεί αυτόν τον μαγικό κόσμο. Να γίνει ένα κομμάτι του, έστω μικρό, έστω ασήμαντο. Να σταματήσει να σέρνεται, να περιφέρει την ανιαρή ύπαρξή της εδώ κι εκεί άσκοπα… «Αραγε, πώς να σκέφτεται κανείς όταν είναι διάσημος; Πώς επηρεάζει την κάθε στιγμή σας η διασημότητα;» ρωτάει η νεαρή, φιλόδοξη Νίνα τον Τριγκόριν. Ο τελευταίος, φτασμένος και αναγνωρισμένος συγγραφέας από τη Μόσχα, αρνείται να επιβεβαιώσει τις λαμπερές φαντασιώσεις της άβγαλτης θαυμάστριάς του. «Μα τι το ιδιαίτερο έχει τέλος πάντων η ζωή μου;» τη ρωτάει.
Πόσο ευχάριστο μπορεί να είναι να βρίσκεται κανείς συνεχώς δέσμιος μιας έμμονης ιδέας, να νιώθει από το πρωί έως το βράδυ πως μοναδικό του καθήκον είναι να γράφει, να γράφει, να γράφει: «Δεν προλαβαίνω να τελειώσω μια ιστορία και για κάποιον ανεξήγητο λόγο πρέπει να γράψω αμέσως την επόμενη… Γράφω ασταμάτητα, σαν να με κυνηγάνε και –μοιάζει αστείο, το ξέρω –νιώθω πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». Κάθε σύννεφο που περνάει, κάθε πρόσωπο που συναντάει, κάθε φράση που ακούει, κάθε βλέμμα που τον αγγίζει, μπαίνουν όλα στο συρτάρι του μυαλού του περιμένοντας τη στιγμή που θα κληθούν να υπηρετήσουν τις ανάγκες της επόμενης ιστορίας του. Καμία συναναστροφή δεν εκτυλίσσεται αθώα: τα πάντα φιλτράρονται και συλλαμβάνονται ως πιθανό υλικό μυθοπλασίας. «Κι έτσι η… «συναρπαστική» ζωή μου συνεχίζεται διατρέχοντας τον ίδιο πάντοτε κύκλο –και κατατρώγοντας την ίδια μου την ύπαρξη» επιμένει ο Τριγκόριν που δεν διακρίνει τίποτε σαγηνευτικό στην καθημερινότητά του.
Ο,τι και να της λέει, όμως, η Νίνα στέκεται αμετάπειστη. Ακόμη κι όταν τα όνειρά της ξεθωριάσουν, ακόμη κι όταν η πραγματικότητα αποδειχθεί υπερβολικά ισχυρός αντίπαλος, η Νίνα δεν θα εγκαταλείψει το όραμά της για μια ύπαρξη αφιερωμένη στην υποκριτική τέχνη. Ξέρει τώρα πια, δύο χρόνια μετά τη μοιραία συνάντησή της με τον Τριγκόριν, γνωρίζει ότι το να είσαι καλλιτέχνης δεν σε εξαιρεί από το ανελέητο πάρε-δώσε της ζωής: πέρασε τόσο πολλά, πόνεσε τόσο πολύ, ερωτεύτηκε, προδόθηκε, έχασε ένα παιδί και τώρα τρέχει σε μακρινές κωμοπόλεις για να δώσει παραστάσεις, εκεί όπου λιγδιασμένοι ζωέμποροι την ανταμείβουν με τα θλιβερά κομπλιμέντα τους. «Ωσπου κάποια στιγμή κατάλαβα ποιο είναι το σημαντικό στην τέχνη, είτε γράφουμε ιστορίες είτε παίζουμε ρόλους πάνω στη σκηνή: δεν είναι ούτε η δόξα ούτε η λάμψη ούτε και όσα ονειρευόμουν άλλοτε –είναι η ικανότητα να υπομένεις. Και να θυσιαστείς. Και να έχεις πίστη. Εγώ πια έχω πίστη. Και μπορώ να υπομείνω. Κι όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου στη σκηνή του θεάτρου μπορώ να υποφέρω την πραγματική ζωή» εξομολογείται στον Κόστια, παιδικό φίλο που δεν έπαψε ποτέ να είναι παθιασμένος μαζί της.
Ανθρωποι που βρίσκουν τον δρόμο τους όπως η Νίνα και τον ακολουθούν μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Αλλοι που δεν τον βρίσκουν ποτέ, ακόμη κι αν όλοι γύρω τους νομίζουν το αντίθετο: μπορεί ο Κόστια να κατέκτησε το μερίδιο φήμης που λαχταρούσε ως συγγραφέας, δεν κατάφερε όμως ποτέ να βρει τη δύναμη επιμονής και υπομονής που επιδεικνύει η Νίνα. «Δεν έχω πίστη κι ούτε γνωρίζω το πού πηγαίνω» παραδέχεται καθώς αποσύρεται σαν γλάρος με σπασμένα φτερά.
Η ζωή είναι αφόρητη όταν δεν γνωρίζεις πού πηγαίνεις. Να ξεκινάς, να προχωράς, να σταματάς, να πισωγυρίζεις. Οι γελοίες εκφράσεις, το υψηλά ιδανικά, οι βουβές προσδοκίες, τα θορυβώδη, επιδεικτικά εγώ. Συσπειρώσεις, συνευρέσεις, διακοπές, διασπορές –άνθρωποι που μπαίνουν σε ένα δωμάτιο και ύστερα βγαίνουν από αυτό, άλλοι συντετριμμένοι, έτοιμοι να αυτοκτονήσουν, και άλλοι για να πάνε στις δουλειές τους, όπως κάνουν κάθε μέρα.
Πώς συνυπάρχουν όλες αυτές οι αυξομειούμενες επιθυμίες και εντάσεις στον χώρο της σκηνής; Ο Κώστας Φιλίππογλου επέλεξε εύκολες, χιλιοϊδωμένες λύσεις και, το χειρότερο, λύσεις που δεν έχουν προκύψει οργανικά αλλά στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αμάσητης χώνεψης. Οι ηθοποιοί εκτελούν μηχανικά τις τυποποιημένες κινήσεις τους σαν κακοκουρδισμένα στρατιωτάκια, είτε στροβιλίζονται πάνω στις καρέκλες με ροδάκια είτε πέφτουν από αυτές είτε παίζουν «γκολφ» σκουντώντας με το σώμα τους τα έπιπλα. Το χειρότερο είναι πως όλη αυτή η άψυχη κινησιολογία φιλοδοξεί να «σχολιάσει» τη δράση, να «εκφράσει» την αγωνία ή την ανία των ηρώων, να φωτίσει τις πιο αφανείς πτυχές της εσωτερικής ζωής τους, να συμπληρώσει τον λόγο, να μας αποκαλύψει όσα ο τελευταίος κρύβει. Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν καταφέρνει ο σκηνοθέτης και η συνεργάτις του Φρόσω Κορρού. Στην κίνηση δεν υπάρχουν λυσάρια: δεν αρκεί λίγο «αργό» περπάτημα πάνω-κάτω ή ένα «πέσιμο» από τις καρέκλες για να ξεμπερδεύουμε με την ψηλάφηση των σχέσεων των σωμάτων στον χώρο. «Αδεια» κοστούμια που συνομιλούν μεταξύ τους –κακόγουστο, επίσης χιλιοϊδωμένο και κακά εκτελεσμένο εύρημα σε στυλ μαριονέτας -, μια παντελώς αταίριαστη wannabe αφηγήτρια που μας κάνει τη σέξι στο μικρόφωνο, μελοδραματικά ξεσπάσματα και μουσικές για τηλεοπτικά ηλιοβασιλέματα συμπληρώνουν τις ναρκισσευόμενες έως αδιάφορες ερμηνείες (με εξαίρεση τη φιλότιμη προσπάθεια της Ναταλίας Τσαλίκη ως Αρκάντινα) σε αυτή την κραυγαλέα σοβαροφανή παράσταση που όσο κι αν προσπαθεί δεν έχει να πει τίποτα απολύτως σχετικά με το τσεχοφικό έργο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ