Οι πρώτοι πανκ της Αθήνας εμφανίστηκαν στην Πλάκα γύρω στο 1979. Η περιοχή, με τα ροκ κλαμπ και τους μικρούς συναυλιακούς χώρους, αποτελούσε τη μήτρα των υποπολιτισμικών φυλών της εποχής. Πέρα από αυτό όμως, το μικροπεριβάλλον της ιδιόμορφης μητροπολιτικής αταξίας που επικρατούσε ευνοούσε την εκπλήρωση μιας επιθυμίας αρκετών νέων της εποχής. Να αποδεσμευθούν από τη γειτονιά και τη γονεϊκή και συγγενική συνάφεια, να αυτονομηθούν (τουλάχιστον προσωπικά και πολιτισμικά), υπαγόμενοι ταυτόχρονα σε μια κοινότητα συνομηλίκων, διαφοροποιημένη από εκείνη των συμμαθητών και των γειτόνων. Δηλαδή, να κόψουν κάθε δεσμό με τον «μικροαστισμό» και τη «νεοελληνική κουλτούρα» της πρώιμης Μεταπολίτευσης.
Μετά την ανάπλαση της Πλάκας και το κλείσιμο των μαγαζιών της, η όλο και μεγαλύτερη σε πληθυσμό παρέα των πανκ περιπλανήθηκε για λίγο στο Κέντρο και κατέληξε στην έτερη περιοχή της πόλης που παρουσίαζε παρόμοια χαρακτηριστικά, τα Εξάρχεια.
Στα Εξάρχεια όμως υπήρχε και περίσσευε ένα ακόμα χαρακτηριστικό: μια «αντικουλτούρα» με πολιτικές απολήξεις. Εκεί παρεπιδημούσαν τα απομεινάρια των φοιτητικών καταλήψεων του ’79, εκεί υπήρχαν εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία με αναρχικό ή «αριστερίστικο» προσανατολισμό, εκεί είχαν συγκεντρωθεί και οι όψιμοι θιασώτες της καλλιτεχνίζουσας αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60. Τα νέα πρόσωπα της περιοχής, αυτή η διασταύρωση ντικενσιανών χαμινιών και «εξωγήινης» παρουσίας, και ο «σημειολογικός ανταρτοπόλεμός» τους ώθησαν τους παλαιότερους να ταυτιστούν συναισθηματικά με τους νεοφερμένους, έστω κι αν μερικές φορές ένιωθαν αμηχανία με τη συμπεριφορά αυτού του «περιοδεύοντος θιάσου». Οπως αναφέρει ένας από τους πληροφορητές της έρευνάς μου: «Περνάγανε αμάξια απ’ την Πλατεία [Εξαρχείων] και χωνόμασταν μέσα στ’ αυτοκίνητο με το κεφάλι και τους τρομάζαμε. Μας βλέπαν έτσι, σου λένε «Παναγία μου, τι είναι τούτοι!». Δεν είχαμε καμία σχέση με την πολιτική, με την αναρχία δηλαδή και τέτοια. Καμία σχέση!.. Ημασταν χύμα, τελείως. Δεν ξέραμε τι μας γινόταν».
Ομως η εφηβική συμπεριφορά των πανκ και η διάχυτη αναπαράσταση των Εξαρχείων ως τόπου αντικοινωνικότητας και αστικής επικινδυνότητας έγιναν η αφορμή για την εκκίνηση των «Επιχειρήσεων Αρετή», με στόχο την απομάκρυνση όλων αυτών των νέων που αποτελούσαν τα εμφανή συμπτώματα της σύγχρονης κοινωνικής παθογένειας. Σε αυτό το σκηνικό οι πανκ υπήρξαν όχι μόνο τα κύρια θύματα της καταστολής αλλά έπαιξαν και ενεργητικό ρόλο, αφού συμμετείχαν σε κάθε πράξη αντίδρασης σε αυτήν. Κατά τη διετία 1984-85 η περιοχή των Εξαρχείων είχε μεταβληθεί σε εμπόλεμη ζώνη, κατάσταση που κορυφώθηκε με την κατάληψη του Χημείου τον Μάιο του 1985 και, αλίμονο, τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Μ. Καλτεζά από αστυνομικό ακριβώς στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από το ιστορικό κτίριο. Από εκείνη τη στιγμή οι ομάδες των πανκ θα αποτελούσαν μέρος της μικροϊστορίας των Εξαρχείων και βασικό τμήμα ενός κεφαλαίου της ευρύτερης μεταπολιτευτικής ιστορίας, εκείνου που έγραψε ένα νέο υποκείμενο που έλαβε από τα ΜΜΕ διάφορα ονόματα: αντιεξουσιαστές, αναρχικοί, (αναρχο)αυτόνομοι, γνωστοί-άγνωστοι, κουκουλοφόροι.
Ομως το πανκ δεν είναι ένα μουσικό κίνημα. Η κύρια επιθυμία της σκηνής πανκ παρέμεινε η οργάνωση τελετουργικών (το βίωμα της συναυλίας) και η παραγωγή τεχνουργημάτων (οι δίσκοι, τα ρούχα, τα φανζίν). Και γι’ αυτό βασικό σημείο αναφοράς της σκηνής υπήρξε η κατάληψη Villa Amalias, ένας χώρος συναυλιών. Τους πανκ απασχόλησε περισσότερο η κριτική του καταναλωτισμού παρά ο ορισμός της ιδεώδους κοινωνίας. Και οι πληροφορητές της έρευνάς μου, αναστοχαζόμενοι τον βίο τους, αισθάνονται περήφανοι που το πανκ «άλλαξε τη ζωή τους» –ακόμα και τώρα, στην προχωρημένη φάση του ενήλικου βίου τους, που δεν θεωρούν εαυτούς μέλη της πανκ σκηνής. Τελικά, λένε, υπήρξαν «διαφορετικοί» γιατί αντιστάθηκαν στην κυρίαρχη πολιτική σφαίρα (δηλαδή στη σφαίρα που δόμησε το κυρίαρχο αφηγηματικό πλαίσιο της Μεταπολίτευσης), γιατί υπήρξαν «δημιουργικοί», γιατί δεν αφομοιώθηκαν όπως οι προπάτορές τους οι ρόκερ (οι οποίοι «έκοψαν τα μούσια, κόντυναν τα μαλλιά, έπιασαν δουλειά σε ένα γραφείο, παντρευτήκαν και έκαναν παιδιά». Και, όντως, δεν έπιασαν δουλειά σε κάποιο γραφείο δημόσιας υπηρεσίας αλλά άνοιξαν δισκάδικο, εργαστήριο τατουάζ, έγιναν γραφίστες –μια νέα «petite bourgeoisie», όπως θα έλεγε ο Πιερ Μπουρντιέ. Αρκετοί όμως παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά ευελπιστώντας, όπως αναφέρουν, να μην κάνουν τα παιδιά τους «παπαγάλους» του εαυτού τους. Τελικά είναι «διαφορετικοί οι (πρώην και νυν) πανκ; Μα σε μια «ιστορία εν κινήσει» η εικόνα του εαυτού είναι και φαντασιακή και αντικειμενική, αφού ορίζει και επανορίζει (και επανορίζει για μία ακόμα φορά) την κοινωνική τοποθέτηση του υποκειμένου. Και την καθημερινή του δράση φυσικά…

Ο κ. Γιάννης Κολοβός είναι δρ Ιστορίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ