Γράφεται τελευταία ότι η «αποκατάσταση» του Νίκου Ζαχαριάδη γίνεται και για να εξαρθεί η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας: πρόκειται για την «κορυφαία εκδήλωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα του 20ού αιώνα». Μήπως συναφώς αποσιωπάται ό,τι έλεγε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, μόλις το 1952 («Τα προβλήματα καθοδήγησης του ΚΚΕ») κατά την εγκατάλειψη των βορείων συνόρων της χώρας, την 29η Αυγούστου 1949; Από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας είχαν εξοφληθεί «ορισμένες υποχρεώσεις» που είχαν επιβληθεί από τη μεταπολεμική συγκρότηση της πολιτικής και οικονομικής φυσιογνωμίας των κρατών της Βαλκανικής.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά την αυτοκτονία του (όπως αποδεικνύεται από την αρχειακή έρευνα˙ βλ. την αποκαλυπτική σύνθεση του Π. Ανταίου με τον ενδεικτικό υπότιτλο: «Θύτης και Θύμα», 1991) ο Νίκος Ζαχαριάδης «κηδεύθηκε» στην Αθήνα. Το γεγονός θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, αν χανόταν μέσα στην πυκνή ειδησεογραφία που αφορούσε στην πλήρη αποσάρθρωση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο το κόμμα του (για είκοσι πέντε περίπου χρόνια υπήρξε γενικός γραμματέας και «αρχηγός» του) τον τίμησε κατά την ώρα της ταφής δημιούργησε την πικρή αίσθηση ότι «όσο πιο πίσω τόσο πιο καλά», αρκεί να αναφερόμαστε απλώς στο περίγραμμα όσων συνέβησαν και να μην αναδεικνύουμε τον ουσιώδη πυρήνα τους. Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας επιστρατεύθηκε και εδώ, γνωστή άλλωστε σε όλες τις επιδόσεις της «κομματικής» ιστοριογραφίας, για να προσφέρει μέσα από τον επιλεκτικό τονισμό ορισμένων γεγονότων και την αποσιώπηση σειράς άλλων τη θυμική περισσότερο προϋπόθεση για την «αποκατάσταση» του Ν. Ζαχαριάδη. Τούτο δεν εξασφάλισαν μόνο οι επικήδειοι που αφειδώλευτα εκφωνήθηκαν για τον «πιστό στο ΚΚΕ» ηγέτη, αλλά και η νηφαλιότερη –υποτίθεται –βιογράφησή του που ύστερα από μια ελλιπή παρουσίαση των σταθμών της ζωής του και συνάμα μέσα από μια μεροληπτική τους αξιολόγηση συμπεραίνει ότι η «υπόθεση Ζαχαριάδη αξιοποιήθηκε στην εσωκομματική διαπάλη» (βλ. το ανυπόγραφο κείμενο «Αυτός ήταν ο Ν. Ζαχαριάδης» που δημοσίευσε στις 29 Δεκεμβρίου 1991 ο «Ριζοσπάστης»).
Από το 1931 ως το 1956, δηλαδή κατά το διάστημα της ηγεσίας του Ν. Ζαχαριάδη, που οριοθετείται από την επέμβαση (και όχι απλώς «υπόδειξη») της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την επιβολή του και αντίστοιχα από την καθαίρεσή του που πραγματοποιήθηκε με την παρέμβαση της «Διεθνούς Επιτροπής» των κομμουνιστικών κομμάτων, τοποθετείται το μεγαλύτερο μέρος της σταλινικής περιόδου που διήνυσε η εγχώρια Αριστερά. Ο ηγετικός μηχανισμός, που βαθμιαία γίνεται μονοπρόσωπος, αυτονομημένος από τον υπόλοιπο κορμό και ταυτόχρονα ικανός να υποβάλλει ένα αίσθημα συλλογικής ευθύνης που συνιστούσε κυρίως την άλλη όψη της γενικής συνενοχής, νομιμοποιήθηκε ως ο εντολοδόχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την «εκπλήρωση των καθηκόντων του στον ελληνικό τομέα της διεθνούς προλεταριακής επαναστάσεως».
Το εγχείρημα της «μπολσεβικοποίησης» φαίνεται πια πραγματοποιήσιμο με την επιβολή της νέας ηγεσίας, όταν δηλαδή εκμηδενίζονται σχεδόν τελεσίδικα οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας βιώσιμης εγχώριας σοσιαλιστικής κίνησης και σκέψης, εδραιώνεται ο ηγετικός μηχανισμός που δεν συναντά ισχυρές αντιρρήσεις στη «γραμμή» του, αποκρυσταλλώνεται η ιδεολογική «μονολιθικότητα», επιτυγχάνεται η «σιδερένια μπολσεβίκικη πειθαρχία» και εγκαθιδρύεται οριστικά ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» που κατορθώνει να μετατρέπει τα στελέχη σε απλά εκτελεστικά όργανα. Ο «μαρξισμός-λενινισμός» προβάλλεται συναφώς ως ο κοσμοθεωρητικός μοχλός που θέτει σε κίνηση την «επιστήμη» της κοινωνικής μεταβολής, στο πλαίσιο πάντα του ιδεολογικού οπλοστασίου ενός ειδικευμένου κομματικού μηχανισμού (στην πλειοψηφία του εκπαιδευμένου στις «Σχολές» της Κομμουνιστικής Διεθνούς) που επιτυγχάνει την αποκρυπτογράφηση των «νόμων» της Ιστορίας και καθοδηγεί εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ιστορικό «προορισμό» την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας.
Η «αποζαχαριαδοποίηση» δεν είχε πιθανότητα να επιτευχθεί αν δεν προηγείτο το σοκ του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ που επέφερε και στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς τον «κλεφτοπόλεμο» και τις «ουσιαστικότερες ρήξεις», κατά την επισήμανση του Μαν. Αναγνωστάκη. Πρόκειται για μια σύνθετη και συχνά επώδυνη διεργασία, την οποία αποδίδει η μπρεχτικής καταγωγής «Μαθητεία» του Πατρίκιου. Πρόκειται για την καταγραφή του βιώματος μιας γενιάς που «στο χαράκωμα της επανάστασης», όπου δεν τη διόρισε κανείς κι ούτε μπορεί να την «απολύσει», ανακάλυπτε (όταν έσβηνε η «λιπαρή βουή των διθυράμβων») ότι «δεν έφταιξε μονάχα ο Μπέρια» και έθετε το ακόλουθο ερώτημα και στον εαυτό της:«Νίκο, πώς τα ‘κανες όλα αυτά; / Εσύ που κάποτε μας έφερες / έναν καινούργιο αέρα λεβεντιάς / πώς μπόρεσες έτσι να κυλιστείς / στο ψέμα και στη λάσπη, / πώς μπόρεσες τόσο θάνατο να σκορπίσεις / στους ίδιους τους συντρόφους σου;» (κατά τη δεύτερη έκδοση της «Μαθητείας»).
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ