Δεν υπάρχει αμφιβολία: η δεσποινίς Ραραού τα κατάφερε μια χαρά. Από όλες τις απόψεις. Και την επαρχία άφησε πίσω της, και ευρύχωρο δυάρι αγόρασε στας Αθήνας, και τάφο ιδιωτικό για τη μητέρα της εξασφάλισε στο Α’ Νεκροταφείο («για να σκάνε οι εχθροί»), και δύο συντάξεις εισπράττει κάθε μήνα (τη μία ως κόρη ηρώος θανόντος εν Αλβανία και την άλλη ως ηθοποιός), πικάπ και δίσκους έχει, γιατρό δωρεάν, αναγνώριση επαγγελματική, τι άλλο να ζητήσει απ’ τη ζωή; Η αλήθεια είναι πως ρόλους μεγάλους δεν έχει δει ακόμη, κι ας πέρασε τα εξήντα. «Συνήθως ρόλους βωβού προσώπου μου πρόσφεραν ή νεκρής» παραδέχεται. Τι να κάνει όμως, γυναίκα αυτοδίδακτη, δεν πήγε ποτέ σε καμιά σχολή, έμαθε την τέχνη της υποκριτικής σκαρφαλωμένη σε μια μάντρα να βλέπει λαθραία τις μεγάλες σταρ του σινεμά και να ξεπατικώνει τα φερσίματά τους. Οπότε πάλι καλά που έκανε την είσοδό της στο βασίλειο της Τέχνης έτσι απαίδευτη. Ηταν όμως πάντοτε υπάκουη, πεντακάθαρη και διαθέσιμη –κανένα χατίρι δεν χάλαγε στους θιασάρχες της, γι’ αυτό και εκείνοι την προτιμούσαν. Κι ας της είχε πει ένας μια φορά: «Ρε συ, Ραραού, εσύ στη θέση του μυαλού έχεις μια κουφάλα», δεν την ένοιαζε, αυτή ζούσε για τη σκηνή του θεάτρου: μόνο εκεί το φχαριστιόταν, τίποτε άλλο δεν της έδινε τόση χαρά. Μέχρι που άρχισαν οι κρίσεις, μια-δυο φορές εν ώρα παράστασης, και μετά σταμάτησαν να την παίρνουν μαζί τους στις τουρνέ. Τώρα πια ξέρει βέβαια τι να κάνει, κλείνει τα παράθυρα να μην ακούνε οι γείτονες, δαγκώνει ένα μαντίλι και περιμένει τέσσερις-πέντε ώρες μέχρι να της περάσει. Παίρνει και τα ηρεμιστικά της, πάει βόλτα στο σουπερμάρκετ, χαζεύει τα προϊόντα, καλύτερα και από ψυχοθεραπεία είναι…
Εθνικόφρων, βασιλόφρων, ελαφρώς παράφρων, η Ραραού αφηγείται την ιστορία της –που αντικατοπτρίζει αριστοτεχνικά την πρόσφατη ιστορία της χώρας της –με πάθος, με ρυθμούς παραληρηματικούς, σαν να θέλει να τα πει όλα μια φορά προτού πεθάνει, έστω ελαφρώς παραποιημένα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Για πρώτη φορά πρωταγωνίστρια σε αυτή, τη μεγαλύτερη παράσταση της ζωής της, αναπολεί τα χρόνια της Κατοχής στις Επάλξεις, την επαρχιακή πόλη όπου γεννήθηκε και όπου ενηλικιώθηκε με τρόπο άγριο, τραυματικό, την πόλη που οδήγησε τη μητέρα της σε τρομερό εξευτελισμό και που η Ραραού την εγκατέλειψε οριστικά μετά την Απελευθέρωση για να ξεκινήσει νέο αγώνα επιβίωσης στην πρωτεύουσα: αρχικά χορεύοντας ως ζητιάνα σε λαϊκές αγορές μαζί με έναν ανάπηρο και στην πορεία ως κομπάρσα σε μπουλούκια και δευτεροκλασάτους θιάσους. Πλάσμα ευαίσθητο όσο και αφελές, η Ραραού έκανε ό,τι έκανε για τη μητέρα της, για να την καταστήσει «ευτυχή, νικήτρια και κυρία» –ακόμη και αν η τελευταία επέλεξε να βυθιστεί στη σιωπή μέχρι που ξεψύχισε. «Μετά που την ενταφίασα με συντρόφευε μια ησυχία. Και τότε μονάχα εννόησα –το μεγάλο δεν είναι ο θάνατος: το μεγάλο είναι οι νεκροί» συμπεραίνει η Ραραού, κοκέτα λαϊκή φιλόσοφος με παραισθήσεις μεγαλείου, «άτομον απολύτως ακίνδυνον, ευγενούς προαιρέσεως και απολύτως αγαθής ψυχής», όπως βεβαιώνει ο ψυχίατρός της.
Το παρελθόν συνυπάρχει με το παρόν στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Σταύρος Τσακίρης: οι νεκροί είναι πολύτιμοι, μόνιμοι κάτοικοι στο μυαλό της ηρωίδας, η οποία εμφανίζεται απομονωμένη, σε μια δική της «ψυχρή» λιμνούλα φωτός αλλά ταυτόχρονα σε άμεση επικοινωνία με τους αλλοτινούς και παντοτινούς συντρόφους της. Οι τελευταίοι μπαινοβγαίνουν στο χωροταξικό και συναισθηματικό της πεδίο αβίαστα ζωντανεύοντας τα επεισόδια της ζωής της όπως εκείνη τα ανακαλεί, αποσπασματικά, επιλεκτικά, με λίγα σκηνικά αντικείμενα και ρούχα «εποχής» να συμπληρώνουν το παζλ των αναμνήσεων και με έναν άτυπο Χορό γυναικών να σχολιάζουν, κυρίως σωματικά, τη δράση (πολύ καλή εδώ η κινησιολογική δουλειά του Γιάννη Αντωνίου). Από τα επεισόδια ξεχωρίζει αναμφίβολα η σκηνή της διαπόμπευσης της μητέρας: ξεγλιστρώντας μακριά από κάθε ρεαλιστικό ψυχαναγκασμό, ο σκηνοθέτης στήνει τρεις παράλληλες δράσεις, τρεις «μονολόγους», με κίνηση και ήχο, ελάχιστα λόγια, που συνθέτουν ένα συγκινητικό στην αφαίρεσή του παραλήρημα.
Δεν είχαν την ίδια ευτυχή κατάληξη άλλες ενδιαφέρουσες σκηνές, όπως η «αναποφάσιστη» πομπή των πενθουσών γυναικών με θρησκευτικές εικόνες στα υψωμένα χέρια ή το ανέβασμα στην ανηφόρα με το καρότσι του ζητιάνου συνοδεία «μπαλέτου» (ωραία ιδέα αλλά άρρυθμη εκτέλεση). Το δεύτερο αυτό μέρος της παράστασης αποδεικνύεται το πιο αδύναμο, ίσως εν μέρει επειδή δεν έχει βρει ακόμη την ταυτότητα του ρόλου ο ηθοποιός που τον υποδύεται (Νίκος Γιαλελής). Απολύτως αφοσιωμένη στη Ραραού αποδεικνύεται η Δήμητρα Χατούπη, που παρασύρεται ενίοτε από τον ζήλο της και υποκύπτει σε υπερβολές και «δράματα». Αντιθέτως, στον τελευταίο μακροσκελή μονόλογό της, όταν ακολουθεί το παράδειγμα της μπεκετικής Γουίνι και ανεβάζει την ένταση της ελαφρότητας και της ειρωνείας, το αποτέλεσμα γίνεται απολαυστικό. Δυναμική η παρουσία της Μαριαλένας Ροζάκη (νεαρή Ραραού) και εντυπωσιακή η συνεισφορά της Τζίνης Παπαδοπούλου ως αθυρόστομη αντάρτισσα Κανέλλω.
Ωραίες «ανάσες» χαρίζουν οι προβολές γραπτών αποσπασμάτων στον τοίχο, ενώ ιδιαίτερα εύστοχες αποδεικνύονται οι καταπακτές που γεμίζουν τη σκηνή στο δεύτερο μέρος, θυμίζοντάς μας, όπως λέει η ηρωίδα του εξαίσιου μυθιστορήματος του Μάτεσι, ότι ο λόγος που αγαπάμε τη γη είναι επειδή «η γη είναι φτιαγμένη από τάφους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ