Εκεί δυστυχώς φτάσαμε. Ο αξιότιμος Πρύτανης κος Φορτσάκης και η Σύγκλητος να πρέπει να εφαρμόσουν μεθόδους «κρυφού σχολειού» μήπως και αποφύγουν τις βίαιες διακοπές των συνεδριάσεων τους από αγανακτημένους φοιτητές. Και όλα αυτά με αφορμή την επιχειρούμενη εγκατάσταση προσωπικού ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο.

Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε κάπως ψύχραιμα και προσεκτικά το όλο θέμα. Το δημόσιο Πανεπιστήμιο του Liverpool ιδρύθηκε το 1881. Εκ της γεννέσεως του λοιπόν, μόνιμο προσωπικό ασφαλείας απασχολήθηκε στο εν λόγω Πανεπιστήμιο. Ανάλογα βέβαια έπραξαν και τα υπόλοιπα Πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας. Πράγματι, προσωπικό ασφαλείας (άνδρες και γυναίκες) βρίσκεται εγκατεστημένο στην είσοδο μεγάλων (όχι όμως όλων) Πανεπιστημιακών κτιρίων του Liverpool, το οποίο «περιπολεί» (με ασύρματα τηλέφωνα) νυχθημερόν και με διακριτικότητα, εντός του Πανεπιστημιακού χώρου με μοναδικό στόχο τη διασφάλιση της τάξης. Σημειώνω δε ότι η παρουσία του προσωπικού ασφαλείας δεν αποτελεί «πρόκληση». Εμείς τους βλέπουμε ως συνάδελφούς μας. Πράγματι, τόσο εμείς (οι Πανεπιστημιακοί) όσο και οι φοιτήτριες και φοιτητές μας αντιλαμβάνονται τη σημασία διδασκαλίας και παρακολούθησης μαθημάτων σε όσο το δυνατόν περισσότερο ασφαλές περιβάλλον.

Με άλλα λόγια, η ύπαρξη προσωπικού ασφαλείας θεωρείται δεδομένη και αυτονόητη. Και πως να μην ισχύει το παραπάνω όταν στο Πανεπιστήμιο μας φοιτούν περίπου 33.000 φοιτητές/φοιτήτριες και απασχολούνται περίπου 5.000 εργαζόμενοι; Ακόμα και αν πιστεύαμε ότι ο σημερινός κόσμος είναι αγγελικά πλασμένος, πάλι ατυχήματα (πες για παράδειγμα ένα βραχυκύκλωμα) θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή να καταστρέψουν ακριβοπληρωμένο Πανεπιστημιακό εξοπλισμό.

Σημειώνω επιπλέον ότι το προσωπικό ασφαλείας δεν ελέγχει (αν και έχει το δικαίωμα) με σχολαστικό τρόπο φοιτητικές ταυτότητες. Δεν υπάρχει άλλωστε λόγος. Ούτε εξωπανεπιστημιακά άτομα εισέρχονται, ούτε καταλήψεις γίνονται, ούτε τα κτίρια παρουσιάζουν άθλια εικόνα από άποψη καθαριότητας. Εαν καταλήψεις, καταστροφές και έλλειψη καθαριότητας ήταν στην ημερήσια διάταξη, τότε, σίγουρα, οι ίδιοι φοιτητές και καθηγητές θα απαιτούσαν μεγαλύτερη αυστηρότητα στα μέτρα ασφαλείας.

Εαν αντιλαμβάνομαι καλά το «πρόβλημα» στην Ελλάδα σήμερα, ομάδες φοιτητών διαμαρτύρονται διότι ή ύπαρξη του προσωπικού ασφαλείας θα αποτελέσει απειλή-πρόκληση για τη δημοκρατική τους ελευθερία, πόσω μάλλον εάν η «φύλαξη» του Πανεπιστημίου ανατεθεί, μέσω διαγωνισμού, σε ιδωτικές εταιρίες. Εδώ απαντώ τα ακόλουθα:

Πρώτον, η «φύλαξη» του Πανεπιστημίου θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ανατεθεί σε μόνιμο προσωπικό ασφαλείας. Μόνο η ομαλή ενσωμάτωση των παραπάνω ατόμων στο

μόνιμο μισθολόγιο του Πανεπιστημίου θα εξασφαλίσει την καθολική αποδοχή του έργου τους. Εδώ λοιπόν τίθεται, κατά τη γνώμη μου, σοβαρό θέμα το οποίο πρέπει οι Πανεπιστημιακές αρχές να αντιμετωπίσουν με προσεκτικό τρόπο.

Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, ποιοι είναι, τέλος πάντων, αυτοί που διαμαρτύρονται; Μήπως πρόκειται για τις ίδιες ομάδες που πρωτοστατούν σε καταλήψεις; Γιατί λοιπόν, ενώ θίγεται η δημοκρατική τους ευαισθησία από την ύπαρξη προσωπικού ασφαλείας δεν θίγεται εξίσου σφόδρα, η δημοκρατική τους ευαισθησία όταν αποφασίζονται καταλήψεις χωρίς να στήνεται κάλπη που θα έδινε το δικαίωμα σε όλους τους φοιτητές να εκφραστούν νόμιμα και δημοκρατικά υπέρ ή κατά των καταλήψεων;

* Ο Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool.