Η Μαργαρίτα τον ερωτεύτηκε. Ομορφη γυναίκα, μελαχρινή, πήγαινε από μικρή με τους άνδρες επειδή της άρεσε, όχι για τα λεφτά. Αλλά αυτόν τον ερωτεύτηκε ακαριαία. Μέσα στο λήθαργό της, το στόμα της γεμάτο σάλια, τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο και η ψυχή της άστραψε. Και δεν ζήλευε τους άλλους ανθρώπους που τον περιέβαλαν και τον άγγιζαν, επειδή ήξερε ότι γι’ αυτήν ήταν φυλαγμένο το τελευταίο άγγιγμα, το πιο σημαντικό. «Δεν ζήτησες τίποτε από κανέναν και ζήτησες από μένα να σε σκοτώσω, μου υποσχέθηκες. Δεν μου υποσχέθηκες;» τον ρωτάει με αγωνία.
Η Ελένη Ξένου θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει ότι ευθύνεται για την καταστροφή του. Ο ίδιος την έχει απαλλάξει από μια τόσο βαριά κατηγορία. Η Ελένη Ξένου απλώς συνοψίζει: «Η σχέση σας μαζί μου επαναλάμβανε όλους τους προηγούμενους θανάτους σας και ήταν σαν εγώ να τους είχα συγκεντρώσει και να σας είχα καταφέρει το καίριο χτύπημα». Η ίδια αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ τους. Τώρα, έτσι όπως στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας και γατζώνεται από το κούφωμα, του εξηγεί πόσο τον μισεί και πόσο τον λυπάται. «Φοβάμαι ότι στο τέλος θα αυτοκτονήσετε… Εν τω μεταξύ πλάστε όπως σας αρέσει τη φανταστική ιστορία σας μ’ εμένα. Αλλά εγώ δεν θα σας βοηθήσω…».
Σχέσεις ανεξήγητες ως το τέλος. «Τον ποιητή τον έμορφο κανείς ξανά δεν θα ιδεί / να ισγιάζει τα φτερά του…». Ο ποιητής θα πεθάνει. Αφού γράψει το τελευταίο βιβλίο του κόσμου, θα χαθεί. Και δεν έχει σημασία ότι θα πεθάνει και θα χαθεί: «Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος. Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο, το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός, η ποίηση είναι υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι, τι είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή;» αναρωτιέται. «Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό… Ποίημα είναι ό,τι διά της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό».
Οι ποιητές κινδυνεύουν από τους αγαπημένους. Από τη μητέρα που περιμένει ξαπλωμένη και ετοιμοθάνατη: περιμένει τον «εκλεκτό από τους γιους» της να τη σώσει. «Εγινες βασιλιάς της Ασίας;» τον ρωτά ειρωνικά όταν αυτός φτάνει. «Σου το είχε ευχηθεί και το είχε προφητέψει ο πατέρας σου. Σε εκείνο το γράμμα, που αυτοκτόνησε, τριάντα δύο χρονών». Οχι, όχι, δεν έγινε βασιλιάς αλλά έχει την αδερφή του, την Κυβέλη, που τον λατρεύει και θα κάνει το παν να τον προστατέψει. Θα κυνηγήσει το φριχτό αποκρουστικό πλάσμα με τη χαρτοσακούλα στο κεφάλι. Για χάρη του αδελφού της θα δεχθεί στο σώμα της όλα τα χτυπήματα. «Εγινα το κοράκι και το τσακάλι. Εγινα βατράχι και καταπίνω τα σκύβαλα των φόβων σου για ανύπαρχτους εχθρούς. Εγινα δούλα ποιητών» του λέει. Τώρα είναι γεμάτη πληγές. Τα στήθη της κομμένα σύρριζα. Το μάτι της βγαλμένο. «Γι’ αυτό δεν ξαναγύρισα ποτέ στην Ελλάδα. Για να μη σου κάνω κακό… Γιατί μ’ αυτή τη μοίρα γεννήθηκα, να σε εξοντώσω κι αυτό το χρέος μου το πλήρωνα πάνω στο δικό μου σώμα. Ημουν μαζί ο ποιητής και ο εχθρός. Μονάχα μια γυναίκα μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατό μέσα σε μια ψυχή ανθρώπου να υπάρχουν μαζί ο θάνατος κι η στοργή. Που δεν είναι ούτε έχθρα ούτε αγάπη».
«Ο βασιλιάς της Ασίας» συγκεντρώνει μια σειρά από γυναικείες μορφές που διαδραματίζουν –άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο –σημαντικό ρόλο στα πεζογραφήματα και στις μεταφράσεις του Γιώργου Χειμωνά. Ολες περιστρέφονται γύρω από το κεντρικό πρόσωπο, τον Ποιητή: τον καταδιώκουν μέχρι τέλους. Προβλέπουν τον θάνατό του· πότε τον καθυστερούν και πότε τον επισπεύδουν. Ζητούν, διεκδικούν, παίρνουν, τιμωρούν, εμπνέουν, τρομάζουν, καθησυχάζουν: «Γιατί έτσι πρέπει να γίνει, γιατί δεν τα βγάζω πέρα, γιατί αλλιώς θ’ αποθάνω μέσα στη μοναξιά» λέει ο ιππότης Λεονάρντο καθώς πλάθει τον μονόχειρα θεό του, σε μια από τις ιστορίες που περιλαμβάνεται στην παράσταση (από τον «Πεισίστρατο»).
Η διασκευή –που ζωντανεύει ή «κατασκευάζει» διαλόγους από τα πρωτότυπα κείμενα –παρουσιάζει ενδιαφέρον ως μια ψηλάφιση, μια προσπάθεια δραματοποίησης, ένα κολλάζ από φωνές και ηρωίδες που προέρχονται από διάφορα κείμενα και από διαφορετικά χρονικά μήκη και πλάτη.
Οταν μετατρέπονται σε σκηνική πράξη όμως το ενδιαφέρον εξατμίζεται λίγο-λίγο: όσο συνειδητοποιούμε, δηλαδή, ότι ο κόσμος του ποιητή –τα πολυσύνθετα πλάσματα της φαντασίας, οι υπαρξιακές συγκρούσεις, η δημιουργική αγωνία, οι ερινύες του –αποδίδεται με διάθεση ρεαλιστικής αναπαράστασης. Το εσωτερικό σκοτάδι «τακτοποιείται» σε εύληπτα επεισόδια με ξεκάθαρα μοιρασμένους ρόλους: να, εδώ, μια συνάντηση με την ψυχρή ερωμένη και να, εκεί, μια αναμέτρηση με τη σκληρή μάνα. Η Λυδία Κονιόρδου κινείται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση του σκηνοθέτη της φυλάσσοντας ειδικά για την περίπτωση της μάνας όλη τη μαεστρία της πεπειραμένης τραγωδού. Ο Βαγγέλης Παπαδάκης στέκεται στο άλλο άκρο, ένας απόμακρος, αδιάφορος, μονοκόμματος Ποιητής.
Παρά τη γοητεία και τη δύναμη του λόγου των κειμένων, οι συντελεστές της παράστασης δεν κατάφεραν να εισχωρήσουν και να αποδώσουν την αίσθηση του σύμπαντος του Γιώργου Χειμωνά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ