Το αποτέλεσμα της τριμερούς συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου στη Λευκωσία, συνιστά μια ιδιαίτερα σημαντική εθνική επιτυχία της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης και ειδικότερα των αρμοδίων υπουργών Βενιζέλου και Κασουλίδη.

Η κοινή διακήρυξη των τριών χωρών βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση τόσο με το διεθνές δίκαιο όσο, κυρίως, με τα εθνικά συμφέροντα της Κύπρου και της Ελλάδας, σε μία εποχή που η Τουρκία τα αμφισβητεί με ακραία προκλητικό τρόπο, την ώρα όμως που η Τουρκία έχει πολύ μεγάλη σημασία για τις εξελίξεις και αυτό είναι κάτι που η Αγκυρα ξέρει πολύ καλά πώς να το αξιοποιεί προς όφελός της.

Η χθεσινή επιτυχία, δεν ήταν η μόνη. Πριν από μερικές εβδομάδες, η Κύπρος και το Ισραήλ, πραγματοποίησαν μια τεράστια, για τα κυπριακά – και όχι μόνον – δεδομένα, κοινή στρατιωτική άσκηση στην οποία μετείχαν τριάντα οπλισμένα ισραηλινά F 15 και F 16 στον κυπριακό εθνικό εναέριο χώρο. Για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία αυτής της άσκησης, αρκεί να γνωρίζει ότι το κόστος της, το οποίο ανέλαβε το Ισραήλ, ανέρχεται σε αρκετά εκατομμύρια δολάρια. Η τριμερής αμυντική συνεργασία πάει καλά.

Ταυτόχρονα, οι δίαυλοι της Λευκωσίας με την Ουάσιγκτον είναι σήμερα πιο ανοικτοί από ποτέ. Οι επικοινωνίες και οι επαφές πολλών επιπέδων είναι άμεσες, ενώ η καχυποψία που παραδοσιακά σκίαζε τις αμερικανοκυπριακές σχέσεις έχει υποχωρήσει περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τέλος, το ίδιο καλές είναι και οι σχέσεις με τη Μόσχα, οι οποίες, πριν από δύο χρόνια δοκιμάστηκαν σκληρά μέσα από την τραγωδία της κυπριακής οικονομικής καταστροφής. Τώρα όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά και έχουν αποκατασταθεί σε όλα τα επίπεδα: από τον αριθμό ρεκόρ των 850.000 Ρώσων τουριστών που βρέθηκαν αυτή τη χρονιά στο νησί, μέχρι τις στρατιωτικές ασκήσεις που η Ρωσία πραγματοποιεί στην περιοχή.

Μπορεί λοιπόν η στιγμή να είναι πολύ δύσκολη επειδή η Τουρκία κλιμακώνει την ένταση και τις προκλήσεις, όμως, ταυτόχρονα, ο ελληνισμός, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, «παίζει τα χαρτιά του» για πρώτη φορά τόσο καλά, οργανωμένα και συντονισμένα. Κι αυτό δεν είναι λίγο, ειδικά τώρα που, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η Κύπρος εισέρχεται στην πιο κρίσιμη ίσως στιγμή της από το 1974 μέχρι σήμερα και μαζί της και η Ελλάδα, ο ελληνισμός στο σύνολό του. Ο λόγος είναι ότι η Κύπρος έχει βρεθεί στο επίκεντρο μιας πολύ μεγάλης γεωπολιτικής και ενεργειακής αναδιάταξης σε μία περιοχή του κόσμου που γεννά σκληρές και ευρείας έκτασης συγκρούσεις. Στην ουσία, βρίσκεται στο επίκεντρο ενός νέου Ανατολικού Ζητήματος που έχει ανοίξει ξανά και ουδείς γνωρίζει, αυτή τη στιγμή, το πώς θα κλείσει.

Τι χρειάζεται από εδώ και στο εξής;

Πρώτον, χρειάζεται να συνεχίσουμε σε αυτό τον δρόμο της όλο και πιο στενής επαφής με όλους τους συμμάχους μας σε όλα τα επίπεδα, με έμφαση τις δυνατότητες που δίνουν ο ενεργειακός τομέας αλλά και η αυξανόμενη ανάγκη για ασφάλεια.

Δεύτερον, χρειάζεται να συντονιστούν με τον πιο άψογο τρόπο οι πολιτικές, διπλωματικές και οι στρατιωτικές κινήσεις – κάτι που ακούγεται απλό και αυτονόητο, αλλά δεν είναι ούτε τόσο απλό ούτε τόσο αυτονόητο.

Τρίτον, πάνω απ’ όλα, επιτακτικά απαιτείται εθνική ομοψυχία τόσο μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, όσο και μεταξύ των κομμάτων και εδώ και στην Κύπρο.

Τέταρτον, χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση, τόλμη, αποφασιστικότητα, αλλά και σύνεση.

Και, πέμπτον, απαιτείται να μην κάνουμε το σφάλμα να πιστέψουμε ότι όλος ο κόσμος κινείται γύρω από εμάς. Να είμαστε συνεχώς σε θέση να παρακολουθούμε τη μεγάλη εικόνα, η οποία διαρκώς μεταβάλλεται.

Γιατί από αυτήν και τη θέση μας σε αυτήν είναι που θα κριθούν όλα.