Κάποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πει πως στην πολιτική όταν αποφασίσεις να μπεις σε ένα δωμάτιο πρέπει να ξέρεις και πώς θα βγεις.
Η ρεαλιστική της σοφία αποδεικνύεται τώρα με το Μνημόνιο. Από το οποίο η έξοδος αποδεικνύεται πιο σύνθετη διαδικασία κι από την είσοδο.
Ακόμη περισσότερο που είναι πλέον προφανές ότι η διαδικασία εξόδου καλείται να υπηρετήσει περισσότερους από έναν στόχους.
Αφενός την αποκατάσταση της οικονομικής ευρυθμίας. Δηλαδή την ασφαλή πρόσβαση της Ελλάδα στις διεθνείς αγορές, οι οποίες καλούνται να αντικαταστήσουν ως πηγή χρηματοδότησης την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΔΝΤ.
Αφετέρου τη διαφύλαξη ενός γενικότερου πολιτικού προσανατολισμού. Εκείνου δηλαδή ο οποίος δεν θα επιτρέψει στην Ελλάδα να γυρίσει στην παθογένεια που την έβαλε στο Μνημόνιο.
Θεωρητικά ο πρώτος στόχος είναι απολύτως λογικός και θεμιτός.
Αν δεν σου δίνουν τα λεφτά οι δύο θεσμικοί δανειστές, πρέπει να τα βρεις από κάπου αλλού διότι διαφορετικά θα χρεοκοπήσεις. Και κανείς λογικός άνθρωπος δεν θέλει να χρεοκοπήσει μια χώρα στην οποία έχει δανείσει πάνω από 200 δισ.
Συνεπώς το πρώτο ζητούμενο είναι να βγει η Ελλάδα στις αγορές με τη συναίνεση των δανειστών ως success story. Κανείς δεν δανείζει λεφτά σε αποτυχημένους.
Το δεύτερο ζητούμενο είναι να προσφερθεί στην Ελλάδα ένα δίχτυ ασφαλείας (αυτό που ονομάστηκε «προληπτική πιστωτική γραμμή») για την κακιά στιγμή που οι αγορές αρνηθούν να τη δανείσουν ή τη δανείσουν πολύ ακριβά.
Εως εδώ δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει πρόβλημα.
Το πρόβλημα αρχίζει με τον δεύτερο στόχο. Αυτός, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι αρμοδιότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος και όχι των δανειστών.
Αλλά επειδή οι δανειστές δεν φαίνεται να τρέφουν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα παίρνουν τα μέτρα τους –και δεν εννοώ την επιτήρηση που είναι λογικό να υπάρχει…
Αφενός αρνούνται μια οριστική λύση του χρέους με κάποιο γενναίο «κούρεμά» του. Θα επιδιώξουν λύσεις που θα συνδέουν απλώς την ελάφρυνσή του με συγκεκριμένους στόχους και πολιτικές.
Αφετέρου το δίχτυ ασφαλείας δεν θα ενεργοποιείται όταν αποφασίζει η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση αλλά όταν οι αγορές κλείνουν ή ακριβαίνουν υπέρμετρα χωρίς τη δική της υπαιτιότητα –για παράδειγμα, σε μια γενικευμένη διεθνή κρίση…
Υποχρεώνουν δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση να καλλιεργεί και να επιζητεί την εμπιστοσύνη των αγορών.
Διαφορετικά δεν θα χρηματοδοτηθεί ούτε από τις αγορές αλλά ούτε κι από την «προληπτική πιστωτική γραμμή».
Να υπενθυμίσω πως και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώρισε προκαταβολικά ότι οι αγορές θα είναι «για μεγάλο διάστημα εχθρικές απέναντι στην Ελλάδα» –και προφανώς δεν θα γίνουν φιλικότερες με μια δική του κυβέρνηση…
Για να το πω διαφορετικά. Η έξοδος από το Μνημόνιο δεν φέρνει κανένα νέο Μνημόνιο.
Φέρνει όμως την υποχρέωση και τη δέσμευση της Ελλάδας να κινηθεί εφεξής σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο.
Και για να το πω ωμά. Δεν υπάρχουν περιθώρια για καμία διαφορετική ή εναλλακτική πολιτική. Ολες οι βελτιώσεις, τροποποιήσεις και διορθώσεις θα γίνουν σε ένα δεδομένο πλαίσιο.
Κάπως έτσι κλείνει (έστω και λίγο άγαρμπα…) η συζήτηση για την «επόμενη μέρα». Και κάπως έτσι προσγειώνονται απότομα όσοι υπόσχονται ανατροπές, ρήξεις, αλλαγές και «άλλα κόλπα».
Το καλαμπούρι τελείωσε. Απλώς όποιος θέλει μπορεί να το συνεχίσει μόνος του, χωρίς λεφτά, χωρίς ευρώ και χωρίς Ευρώπη.

Μια παλιά ιστορία
Δύο βουλευτές του ΠαΣοΚ ζήτησαν να τεθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής το ζήτημα της «αντικοινοβουλευτικής συμπεριφοράς» της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Την κατηγορούν ότι τους συκοφαντεί και τους επιτίθεται προσωπικά.
Θα θυμίσω λοιπόν μια παλιά ιστορία. Κάποτε ο αείμνηστος Αθ. Τσαλδάρης δεχόταν προσωπικές επιθέσεις από μία εφημερίδα.
Τηλεφώνησε στον εκδότη της και τον προειδοποίησε να μην ασχοληθεί ξανά μαζί του.
–Γιατί; Θα μου κάνετε μήνυση; τον ρώτησε ειρωνικά εκείνος.
–Οχι. Θα μου κάνετε μήνυση εσείς, απάντησε ατάραχος ο Τσαλδάρης.
Ηθικό δίδαγμα; Αντί να στέλνουν οι βουλευτές του ΠαΣοΚ τη Ζωή στη Διάσκεψη των Προέδρων ίσως να ήταν καλύτερα αν επιχειρούσαν να τους στείλει εκείνη. ​

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ