Σε ορισμένα ευρωπαϊκά κόμματα εξουσίας όλο και πιο απροσχημάτιστα αναπτύσσονται, αλλά και σταθεροποιούνται, οξύτατες εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις. Σε συνδυασμό μάλιστα με προσωπικές φιλοδοξίες, κάποιες από αυτές τις αντιπολιτεύσεις αναδεικνύονται σε υποπαρατάξεις, είτε δεξιόστροφες είτε αριστερόστροφες. Το κοινό χαρακτηριστικό και των δύο εκδοχών συνίσταται στο έντονο αίτημα υιοθέτησης μιας άλλης πολιτικής η οποία να μετριάζει ό,τι από την ιδεολογική ακαμψία της αντίπαλης δεν βρίσκει ανταπόκριση στην κοινωνία.
Αν το κόμμα είναι στην κυβέρνηση (η περίπτωση της Γαλλίας), η δεξιόστροφη επιλογή του Φρανσουά Ολάντ αμφισβητείται έντονα από την αριστερόστροφη παράταξη της Μαρτίν Ομπρί, ενώ την ίδια στιγμή στη δεξιά αντιπολίτευση ο Νικολά Σαρκοζί, «στ’ αλήθεια ή στα ψέματα», αυτοπροτείνεται εκ νέου ως μια προοδευτικότερη επιλογή «προσωπικά εγγυημένη».
Στη χώρα μας, η κυβερνητική πολιτική αμφισβητείται εσωκομματικά από εκείνους, του ενός ή του άλλου κόμματος, οι οποίοι δεν αισθάνονται άνετα με τα ανάλγητα μέτρα που τη μεγάλη ανώνυμη πλειοψηφία την κάνουν τόσο να υποφέρει. Ανάλογα, στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία διακηρύσσει την κατάργησή τους, καταγράφονται όλο και πιο συχνά δηλώσεις ή κινήσεις, από τις οποίες σκεπτικισμοί διαρρέουν για το κατά πόσον μια τέτοια ανατροπή είναι τελικά δυνατή.
Και στις δύο περιπτώσεις η ανησυχία που οδηγεί σε αυτές τις θέσεις είναι κοινή. Συνίσταται στη συνειδητοποίηση ότι όσο κάθε κόμμα δεν υποχωρεί από την επίσημη ορθοδοξία του η αναγκαία εκλογική πολυσυλλεκτικότητα (βουλευτική ή ηγετική), από την οποία εξαρτάται η κατάκτηση της εξουσίας, απειλείται.
Αυτή όμως η ανησυχία δεν θα υπαγόρευε την κάποια, έστω κάποια, ιδεολογικοπολιτική συνάντηση, τόσο την εσωκομματική όσο και τη διακομματική, ώστε μέσα από αυτήν να επιδιωχθεί η κοινωνική αλληλεγγύη, και μάλιστα ως πολιτειακή αξία; Αυτό δεν θα σήμαινε ότι τα ευρωπαϊκά κόμματα έχουν υποχρέωση να προτείνουν συμπλησιάσιμα προγραμματικά μέτρα ώστε αυτή η συνδιαλλακτική υπέρβαση να επιχειρηθεί; Γιατί όσο δεν ικανοποιείται αυτό το διάχυτο αίτημα από τα ίδια τα κόμματα τόσο περισσότερο κάποιες κατηγορίες πολιτών θα αποπολιτικοποιούνται. Και θα στρέφονται προς τις ακροδεξιές και παραφασιστικές δυνάμεις, ομολογημένες ή ανομολόγητες, οι οποίες δεν μπορούν βέβαια σε καμία περίπτωση να αποκαλούνται κόμματα. Οι ηγέτες τους με επικοινωνιακούς σχεδιασμούς κάθε μέρα όλο και περισσότερο αποδαιμονοποιούνται εισπράττοντας τα κέρδη από την αντίστοιχη κοινωνική απονομιμοποίηση των δημοκρατικών κομμάτων.
Αυτή όμως η τόσο προφανής εκφύλιση και στη μικρή και στη μακρά διάρκεια δεν υπονομεύει την ίδια την πολιτική; Ως αξία; Και συνακόλουθα και τη δημοκρατία ως διαδικασία; Δεν είναι τότε που η τελευταία εκλαμβάνεται είτε από το 15% (Γαλλία) είτε από το 10% (Ελλάδα) ως πολυτέλεια; Οπότε;
Ο κ. Γιάννης Μεταξάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ