Τα γεγονότα στον αγώνα Σερβίας – Αλβανίας αλλά και όσα ακολούθησαν (αποθεωτική υποδοχή των αλβανών παικτών στα Τίρανα, επίσημες δηλώσεις των πολιτικών ηγετών των δύο χωρών) καταδεικνύουν ότι το φάντασμα του ακραίου εθνικισμού απειλεί για άλλη μια φορά τα Βαλκάνια. Η επιλογή μάλιστα όσων θέλουν να υποκινήσουν τα εθνικιστικά αισθήματα και να ξαναφέρουν στο προσκήνιο τα φαντάσματα του παρελθόντος, να εκμεταλλευτούν τις αθλητικές εκδηλώσεις και δη τις ποδοσφαιρικές που είναι και οι πλέον μαζικές, μόνο τυχαία δεν είναι. Η μοναδική επικοινωνιακή δύναμη του ποδοσφαίρου το καθιστά προνομιακό όχημα για αυτούς που θέλουν να σπείρουν εθνικιστικές θύελλες (και) στα Βαλκάνια. Αλλωστε υπάρχει και η ιστορική εμπειρία και «τεχνογνωσία»του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία όπου η σπίθα του πολέμου και της καταστροφής άναψε σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου τον Μάιο του 1990.
Από την άποψη αυτή, το να παίζει κανείς για λόγους οπαδικούς εθνικιστικά παιχνίδια όπως συνέβη πρόσφατα με τον πανηγυρισμό του αλβανικής καταγωγής παίκτη του Ολυμπιακού Πατίμ Κασάμι είναι τουλάχιστον μυωπικό, αν όχι επικίνδυνο. Ο Κασάμι σχημάτισε με τα χέρια του έναν αετό που παραπέμπει στον αετό της σημαίας της Αλβανίας και αυτό στάθηκε αφορμή για κάποιους, αρχής γενομένης από οπαδική εφημερίδα πράσινων οπαδικών αισθημάτων, να ζητούν ακόμη και την απέλασή του! «Ξεχνώντας» ότι πολλοί ποδοσφαιριστές συλλόγων επιλέγουν σε στιγμές ευφορίας να υπενθυμίσουν την εθνική καταγωγή και τις ρίζες τους. Ποιος δεν θυμάται τους τελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ με τους νικητές αλλά και τους ηττημένους να φέρουν στην τελετή απονομής τις σημαίες των χωρών τους σε μια πολυεθνική γιορτή.
Η υποδαύλιση αισθημάτων εθνικού μίσους μόνο και μόνο για λόγους οπαδικής αντιπαλότητας συνιστά πράξη κοντόφθαλμη σε μια εποχή που παραμονεύουν οι καλοθελητές των εθνικιστικών περιπετειών και διχασμών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ