Ο τίτλος δεν θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο με το περιεχόμενο. Στα καλά καθούμενα –στην κυριολεξία, όνομα και πράγμα. Με την έννοια ότι εδώ πέρα όλα μπορούν να συμβούν. Μπορεί ένα αυτοκίνητο με οδηγό τη Ζέτα Μακρυπούλια να τρυπήσει έναν τοίχο και να βρεθεί στο σαλόνι ενός σπιτιού χωρίς να πάθει γρατζουνιά; Αμέ, γιατί όχι; Και πώς είναι δυνατόν το αγροτικό να σταματήσει ακριβώς δίπλα στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο που κοιμάται στο σαλόνι και να μην τον ξυπνήσει. Πολύ απλό. Κοιμάται με… ακουστικά. Κι αυτά θα είναι τα λιγότερα μπροστά σε όσα θα συμβούν στη συνέχεια.
Αποφασίζουν να πάνε κάπου μαζί (μη ρωτάτε καλύτερα πού!) οπότε μια ψευτοκαλόγρια (Αννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους) θα βρεθεί στο διάβα τους. Οπως μαθαίνουμε, παριστάνει το θύμα απαγωγής για να καρπωθεί η ίδια τα λύτρα από τον δικό της στην Ιταλία. Και φυσικά υπάρχει και μια κληρονομιά τεραστίων κτηματικών εκτάσεων που ανήκει ή δεν ανήκει στον Παπασπηλιόπουλο, καθώς επίσης υπάρχει και ένα πιάνο όπου μέσα του βρίσκεται κρυμμένος –τι άλλο; –ένας θησαυρός!
Και πώς θα μπορούσε να λείπει ο αστυνομικός που χοροπηδάει στον αέρα λες και παίζει στο «Τίγρης και δράκος» ή ο Τάσος Παλαντζίδης που τη μια τρώει φάπες και την άλλη δέχεται σταυρωτά φιλιά από τον Παπασπηλιόπουλο, τον οποίο δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του. Αλαλούμ και πάσης Ελλάδος άμα λάχει να ‘ούμ’.
Το «Στα καλά καθούμενα», με το οποίο επανέρχεται στο κινηματογραφικό προσκήνιο η εταιρεία παραγωγής Καραγιάννης-Καρατζόπουλος που εφέτος κλείνει 50 χρόνια από την ίδρυσή της, είναι περισσότερο μια συρραφή ενσταντανέ παρά μια ταινία με ολοκληρωμένη ιστορία.
Ομως από κάποια στιγμή και μετά αυτό παύει να έχει και τόση σημασία, δεν μας νοιάζει για ποιον λόγο γίνονται τα όσα γίνονται ή πώς θα εξελιχθεί η πλοκή. Εχουμε όμως την περιέργεια να μάθουμε, και αυτό βέβαια είναι μια επιτυχία της ταινίας που μοιάζει με όνειρο, μια ελεύθερα δοσμένη άσκηση στην παράνοια.
Με το «Στα καλά καθούμενα» ωστόσο ο σκηνοθέτης Νίκος Ζαπατίνας, γνωστός από αρκετές κινηματογραφικές κωμωδίες όπως το ασήμαντο «Εφάπαξ» ή το συμπαθέστατο ριμέικ του «Ηλία του 16ου», ίσως να έκανε την πιο αξιόλογη ταινία του. Η επιτηδευμένη τρέλα του όλου εγχειρήματος που ως και στον Φεντερίκο Φελίνι υποκλίνεται (προσέξτε τη σκηνή του τέλους στην παραλία, ασκεί μια παράξενη χάρη και γοητεία εντελώς ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα).
Θα ήταν μια πολύ καλύτερη ταινία –επιπέδου «Bank bang» ας πούμε –αν η παραγωγή ήταν γυρισμένη με μεγαλύτερη φροντίδα γιατί η α λα Ταμτάκος κινηματογράφησή της αποδυναμώνει τις έξυπνες ιδέες της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ