Βρισκόμαστε στο έτος 2088. Χάρη στην καθοδήγηση του Καθεστώτος, κανένας δεν είναι άνεργος. Είμαστε όλοι χρήσιμοι. Εργαζόμαστε και απολαμβάνουμε. Οποιος υπογράφει συμβόλαιο με το Καθεστώς δικαιούται δουλειά, σπίτι, διασκεδάσεις και άλλα αγαθά. Αν όμως η αποδοτικότητά του πέσει κάτω από το 72%, τότε οι αρμόδιοι σταματούν να του παρέχουν το Χάπι. Σταδιακά μεταλάσσεται στο ζώο από το οποίο προέρχεται…
Τις νοτιότερες περιοχές της Αθήνας τις κατάπιε η θάλασσα· στη θέση της πλατείας Ομονοίας χτίστηκε μια μπετονένια παραλία. Στην Καθεστωτική Αγορά σερβίρουν το πιο νόστιμο φαγητό της πόλης –σπεσιαλιτέ τους, το επιδόρπιο με μέλισσες πνιγμένες στο μέλι τους. Ο μέσος όρος αναμονής για ένα τραπέζι είναι τα τεσσεράμισι χρόνια…
Οι ανελκυστήρες έχουν πλέον τη δυνατότητα να κινούνται διαγωνίως. Η υπάλληλος του ασανσέρ εμφανίζεται σε μια οθόνη και ρωτάει με αισθησιακή φωνή «Τι ζώδιο είστε;»… Ο Μηνάς τα έχει χαμένα. Βλέπει εφιάλτες με τον εαυτό του να ζει μια άλλη ζωή μέσα στον καθρέφτη του μπάνιου. Δεν έχει φίλους, δεν έχει πουθενά να στραφεί. Στο υπουργείο όπου εργάζεται τον ανακρίνουν σχετικά με μια αίτηση που ο ίδιος δεν θυμάται να υπέβαλε. Σύμφωνα με την αίτηση αυτή ζητάει να αλλάξει επάγγελμα και κατοικία. Μεγάλη αναστάτωση. «Θα σταματήσει η χορήγηση χαπιών, το γνωρίζετε αυτό;» τον ρωτάνε. Τα αντικείμενα ανήκουν στο Καθεστώς και το Καθεστώς στους ανθρώπους. «Σας ευχόμαστε καλή τύχη και να γίνετε γρήγορα χρήσιμος».
Ο Μηνάς αναζητάει καινούργιο διαμέρισμα σε υποβαθμισμένη γειτονιά της πόλης. Οι πρώην συνάδελφοί του από το υπουργείο τού στέλνουν δώρο ένα άκρως εξελιγμένο μοντέλο βιονικής πόρνης με τέσσερα είδη χιούμορ. Ο Μηνάς δυσκολεύεται να κάνει σεξ μαζί της κι ας τη βρίσκει ελκυστική. Ο γείτονάς του ο Πελοπίδας τον οδηγεί στους υπονόμους, όπου κρύβονται ζωοκέφαλοι τρομοκράτες. Αντιμετωπίζουν τον Μηνά με καχυποψία και απορρίπτουν το αίτημά του να εισέλθει στις τάξεις τους. «Εχετε νιώσει ποτέ το Μίσος που σας κάνει να βλέπετε πιο καθαρά;».
Χωρίς δουλειά, διωγμένος και από τους τρομοκράτες, αποφασίζει να κάνει μια επίσκεψη στο Μουσείο Ανθρώπινης Ιστορίας. Και να! Η γυναίκα που βλέπει συνέχεια στα όνειρά του στέκεται κοκαλωμένη μπροστά του: είναι μια κατεψυγμένη κοπέλα από τον εικοστό αιώνα! Πρέπει να τη σώσει.Πράγματι, ο έρωτας λιώνει τον πάγο που χωρίζει το παρελθόν από το παρόν. Εκείνη του μιλάει για πράγματα χαμένα, από μιαν άλλη εποχή. Μαζί της, για πρώτη φορά, νιώθει ότι βρήκε το σπίτι του. Δυστυχώς δεν μπορούν να ζήσουν μια κανονική ζωή. Παρ’ όλο που επιθυμεί να κάνει δήλωση μετάνοιας, είναι πια αργά για τον Μηνά: το Καθεστώς τον έχει καταδικάσει σε θάνατο. Μόνη διέξοδος η μπετονένια παραλία. Με το υπερσύγχρονο αυτοκίνητό του, ο ήρωας και η αποψυγμένη γυναίκα των ονείρων του βυθίζονται εκτός των ορίων της πόλης. Περνώντας δίπλα από μισογκρεμισμένα κτίρια και εγκαταλελειμμένους δρόμους, χάνονται στο άγνωστο…
Κάθε μέρα που περνάει, το «1984» αποδεικνύεται όλο και πιο προφητικό. Από τη χρονιά της δημοσίευσής του, το 1949, ως σήμερα το μυθιστόρημα του Τζορτζ Οργουελ για το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού που παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα μέσα από αμέτρητες διαδραστικές τηλεοθόνες έχει εμπνεύσει όχι μόνο την αποκαλούμενη «λογοτεχνία της δυστοπίας» και τον κινηματογράφο της επιστημονικής φαντασίας («Brazil», «V for Vendetta», «Aγώνες πείνας» κ.ο.κ.) αλλά και ολόκληρο το φάσμα της ποπ κουλτούρας: τραγούδια του Ντέιβιντ Μπάουι και των Eurythmics ή των Radiohead, διαφημίσεις, βιντεοπαιχνίδια και φυσικά παιχνίδια ριάλιτι στην τηλεόραση είναι όλα τους «παιδιά» του.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που και ένας νέος έλληνας συγγραφέας και σκηνοθέτης στράφηκε στο κλασικό, πλέον, αυτό κείμενο προκειμένου να μιλήσει για τη σύγχρονη ζοφερή πραγματικότητα. Δυστυχώς, η απόπειρα του Βασίλη Μαυρογεωργίου να φανταστεί το όχι και τόσο μακρινό μέλλον μας διαγράφεται υπερβολικά άγουρη και αφελής. Με παιδικό ενθουσιασμό συγκεντρώνει ο συγγραφέας όλες τις αγαπημένες του ιδέες από τον Οργουελ (του κεντρικού ήρωα-δημοσίου υπαλλήλου, των κρυφών του σκέψεων και φόβων, του παντοδύναμου Καθεστώτος, των οθονών ελέγχου, της ερωτικής σχέσης ως διεξόδου, κ.ο.κ.), τις παραλλάσσει με δικά του χαριτωμένα ευρήματα και κωμική διάθεση, η τελική σύνθεση όμως στερείται παλμού: μοιάζει όλο ένα ανώδυνο παιχνίδι αναφορών που συναρμολογούνται και συνθέτουν εκ νέου μια πλοκή χωρίς ψυχή, χωρίς πυγμή, χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης –ένα επιδερμικό homage σε αγαπημένους συγγραφείς και λογοτεχνικά είδη. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο επιπολαιότητας κινείται και η κινηματογραφίζουσα σκηνοθεσία γοργών εναλλαγών –από δωμάτιο σε δωμάτιο και από επίπεδο σε επίπεδο –που δεν καταφέρνουν να εγείρουν την αίσθηση του επείγοντος ή του ψυχολογικού θρίλερ. Ανευρες οι δύο ανδρικές ερμηνείες (Σεραφείμ Ράδης, Βασίλης Μαυρογεωργίου), λίγο καλύτερες οι δύο γυναικείες (Κατερίνα Μαυρογεώργη, Δανάη Επιθυμιάδη).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ