Τα έθνη, ως ανθρωπογενείς οντότητες, λειτουργούν πολλές φορές σαν τους ανθρώπους: όπως ένα τραγικό γεγονός αλλάζει την ζωή ενός ατόμου για πάντα, έτσι και ένα ιστορικό γεγονός αλλάζει θεμελιωδώς την πορεία ενός έθνους.

Όπως καταγράφεται στην έρευνα της Κάπα Research για την Οικονομία και την Ανάπτυξη στην Ελλάδα[1], η κρίση του 2010 και οι συνέπειές της φαίνεται να αλλάζουν όχι μόνο τις ζωές των Ελλήνων, αλλά και τη θεμελιώδη οικονομική προσέγγιση της χώρας, με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησε ο υπερπληθωρισμός της δεκαετίας του 1920 και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος για τη Γερμανία. Δύο βασικά ευρήματα της έρευνας θεμελιώνουν την παραπάνω παραδοχή: η ανεργία και το νέο επιχειρηματικό πρότυπο που έχει αρχίσει να διατυπώνεται τόσο από εκείνους που ενδιαφέρονται να ιδρύσουν τη δική τους επιχείρηση όσο και από την κοινή γνώμη που καταρρίπτει ταμπού δεκαετιών.

Εν αρχή είναι… η Ανεργία. Η προσπάθεια για μείωση του 1.280.101 ανέργων[2] θα καθορίσει τη φυσιογνωμία της χώρας τις επόμενες δεκαετίες, όπως η αφομοίωση του 1 εκατομμυρίου και πλέον προσφύγων του 1922 σφράγισε την ελληνική εθνογένεση μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η ενσωμάτωση του 1 εκατομμυρίου και πλέον Ελλήνων μεταναστών, αλλά και των άλλων εθνικοτήτων του Νότου καθόρισε τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Δύσης.

Έτσι λοιπόν, κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας ξεκινά από το νέο Περιθώριο που έχει διαμορφωθεί στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας και στο οποίο ανήκουν όσοι βρίσκονται στο πεδίο της ανεργίας πολύ μακράς διάρκειας (3 έτη), όσοι είναι εκτεθειμένοι στην ανέχεια και είναι ευάλωτοι, αν και μορφωμένοι, στην πιο υποτυπώδη μορφή απασχόλησης, όσοι είναι φοβισμένοι απέναντι στους ελεγκτικούς ή κατασταλτικούς μηχανισμούς του Κράτους και είναι αντιμέτωποι, τελικά, με το αδιέξοδο (η σημερινή γενιά των 25άρηδων, σε δέκα χρόνια, θα είναι μια χαμένη γενιά).

Σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον μαρασμού – και εξαιτίας του – καταγράφεται η εντυπωσιακή άνοδος της επιχειρηματικότητας στην κλίμακα αξιών της ελληνικής κοινωνίας. Το νέο επιχειρηματικό πρότυπο, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό. Ξεκινώντας από τους τομείς στους οποίους εμφανίζει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε ένα σε έναν ανοιχτό – παγκόσμιο σύστημα, η Ελλάδα ταυτίζεται με το φυσικό περιβάλλον (γεωπολιτική θέση, τουριστικοί προορισμοί, κλίμα κλπ), την Ιστορία και το συσσωρευμένο κεφάλαιο σε γνώση (Έλληνες επιστήμονες).

Είναι, λοιπόν, καθολική η εκτίμηση της κοινής γνώμης ότι οι τομείς που θα συνεισφέρουν στην ανάπτυξη σχετίζονται με τους φυσικούς πόρους και τον πολιτισμό στους οποίους, άλλωστε, βασίζεται η τουριστική βιομηχανία της χώρας. Ο αγρότης παραγωγός, ο επιχειρηματίας, ο νέος επιστήμονας, τα τουριστικά και ναυτιλιακά επαγγέλματα θεωρούνται τα επαγγέλματα του μέλλοντος με τη μεγαλύτερη «ζήτηση» εκτοπίζοντας ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους, επαγγέλματα που ήταν περιζήτητα στο παρελθόν.

Η νέα επιχειρηματικότητα είναι μια λύση επιβίωσης, ένα εναλλακτικό σχέδιο για την ανεργία ή την εργασιακή ανασφάλεια, αλλά, ταυτόχρονα, είναι και μια επένδυση σε μια ευκαιρία που δημιουργεί η κρίση : 23,5 % είναι το ποσοστό των ερωτώμενων που σκέφτεται να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση που θα απασχολεί 0 έως 9 άτομα (84,9 %), αναζητά κεφάλαια από το οικογενειακό – συγγενικό περιβάλλον (31,4%) ή από ίδιους πόρους (11,2%), από το ΕΣΠΑ και τον αναπτυξιακό νόμο (42,9% ) ή τις τράπεζες (25,2%) και σχεδιάζει να δραστηριοποιηθεί σε εκείνους τους κλάδους της παραγωγής που αξιοποιούν τα ιδιαίτερα γεωγραφικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της χώρας.

Στην πλειοψηφία τους, οι δυνητικοί επιχειρηματίες είναι νέοι έως 45 ετών, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης (πτυχίο πανεπιστημίου και μεταπτυχιακοί τίτλοι) που εργάζονται, σήμερα, ως ιδιωτικοί υπάλληλοι, ενώ στην περίπτωση των ανέργων, είχαν στο παρελθόν αμειβόμενη εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν αφομοιώσει περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα τις βαθιές αλλαγές που έφερε το Μνημόνιο στις εργασιακές σχέσεις και στην ευελιξία της αγοράς εργασίας και έχουν εμφανή εξωστρεφή προσανατολισμό θεωρώντας την παγκοσμιοποίηση ευκαιρία για την ελληνική οικονομία, τις επιχειρήσεις, την κατανάλωση/ ποιότητα ζωής, ενώ ως προς τις επιπτώσεις της στις εργασιακές σχέσεις – που θεωρούνται αρνητικές – η ήττα (φοβάμαι μήπως αποτύχω ως επιχειρηματίας) από τον διεθνή ανταγωνισμό φαντάζει απείρως πιο αξιοπρεπής.

Το κύμα της νέας επιχειρηματικότητας αποτελεί το μόνο ρεαλιστικό σχέδιο ανάπτυξης της χώρας αφού η αναμονή των μεγάλων επενδύσεων αποδεικνύεται πολύ μεγάλη και η απασχόληση στο Δημόσιο απαγορευτική. Για την ενίσχυσή του, η σύμπραξη Πολιτείας και τραπεζών είναι σχεδόν μονόδρομος : οι τράπεζες μπορούν να αναλάβουν την υποστήριξη υγιούς, βιώσιμης και ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας από ανθρώπους που ίσως δεν διαθέτουν τις δεξιότητες, αλλά μπορούν να αποτελέσουν το νέο πρότυπο της ελληνικής οικονομίας. Η Πολιτεία, από την πλευρά της, θα πρέπει να άρει τις παραδοσιακές δυσλειτουργίες της ελληνικής διοίκησης – γραφειοκρατία, πολύπλοκο και ασταθές φορολογικό σύστημα – που αναχαιτίζει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.

Σήμερα, συνδικάτα, πολιτικά κόμματα και πολιτικοί προϊστάμενοι αποτελούν τους φορείς της «Αντιμεταρρύθμισης». Το πολιτικό σύστημα της χώρας χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την απροθυμία του να εκχωρήσει σε οποιοδήποτε ενεργό υποκείμενο της ελληνικής κοινωνίας την απαιτούμενη αυτονομία – άρα θεσμούς και εργαλεία – για να αναλάβει την ευθύνη της ζωής και της τύχης του. Η αληθινή Μεταρρύθμιση προϋποθέτει εμπνευσμένες ηγεσίες, κρίσιμο αριθμό ανθρώπων που επιθυμούν τις αλλαγές, φαντασία και, κυρίως, κόπο. Αναφέρεται συχνά ο πολιτικός κόσμος της χώρας στον Ουίνστον Τσόρτσιλ – στην πρώτη ομιλία του ως πρωθυπουργός της Βρετανίας, το 1940, στη Βουλή των Κοινοτήτων όταν ζητούσε ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνησή του και καλούσε τη χώρα του σε πόλεμο – και του αποδίδει τη φράση «Έχω να σας υποσχεθώ μόνο δάκρυα και αίμα» αποσιωπώντας επιμελώς δύο καίριες λέξεις, «μόχθος» και «ιδρώτας». Η ακριβής ρήση είναι: «Δεν έχω να προσφέρω παρά αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα» («I have nothing to offer but blood, toil, tears and sweat«).


[1] Σεπτέμβριος 2014

[2] ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, β’ τρίμηνο 2014