«Ότι είναι καλό για τη Γαλλία, είναι καλό και για την Ευρώπη. Ότι είναι καλό για τη Γερμανία, είναι καλό και για την Ευρώπη».

Η φράση που εξεστόμισε στη συνέντευξη τύπου των τεσσάρων «τσάρων» της ευρωπαϊκής οικονομίας ο γάλλος υπουργός οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν (δίπλα στο γάλλο υπουργό οικονομικών Μισέλ Σαπέν και στους γερμανούς ομόλογούς τους Σίγκμαρ Γκάμπριελ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) τη Δευτέρα στο Βερολίνο, δείχνει ανάγλυφα, ότι η γαλλική και η γερμανική κυβέρνηση ταυτίζουν αυτόματα το «καλό» της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα ίδια τους συμφέροντα – με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν παλιότερα οι αμερικανοί επιχειρηματίες για το δικό τους συμφέρον λέγοντας: «Ότι είναι καλό για τη General Motor`s, είναι καλό και για τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Αν πάρει όμως κανείς υπόψη, τι ακριβώς εννοούσε με αυτό ο κ.Μακρόν, τότε το σλόγκαν του πήγαινε προς τη σωστή κατεύθυνση.

Εν ολίγοις, το νέο αστέρι της γαλλικής Σοσιαλδημοκρατίας ζητούσε από τους Γερμανούς να προβούν σε πρόσθετες επενδύσεις ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2018 κάνοντας πρόσθετα χρέη και παραιτούμενοι έτσι από τον «υψηλό» στόχο του μηδενικού ελλείμματος από το 2015 και μετά. Με αυτό τον τρόπο θα ανέβαιναν, μαζί με τους μισθούς και την εσωτερική κατανάλωση στη Γερμανία, και οι εισαγωγές από τους ευρωπαίους εταίρους, με αποτέλεσμα να επέλθει μια πρώτη διόρθωση εκείνου που θεωρείται η «μητέρα όλων των κακών» στην Ευρώπη: Των τεράστιων γερμανικών πλεονασμάτων στις εξαγωγές, που μεταφράζονται στα επίσης πελώρια ελλείμματα των χωρών εισαγωγής.

Μια τέτοια πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων χτυπά εκ των προτέρων το κακό στη ρίζα του και είναι πολύ πιο αποτελεσματική από άλλες «ρηξικέλευθες» μεθόδους, που επιχειρούν εκ των υστέρων να διορθώσουν την κρίση: Παράδειγμα, τα ευρωομόλογα, που στοχεύουν στην αμοιβαιοποίηση των συσσωρευμένων κρατικών χρεών, ή το ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ, που αποβλέπει στην ανάπτυξη των υπερχρεωμένων χωρών με φρέσκα ευρωπαϊκά και ιδιωτικά κεφάλαια – χωρίς να τις απαλλάσσει όμως από το βραχνά της συνεχούς αναπαραγωγής των ελλειμμάτων.

Μόνο που η μείωση δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ύπαρξη μιας οικονομικής κυβέρνησης στην Ευρώπη, που θα εκπονεί κοινό προϋπολογισμό και θα μπορεί να διορθώνει τις οικονομικές ανισορροπίες με πολιτικά μέσα. Σε αυτό αντιτάσσονται λίγο ή πολύ όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες – με πρώτο και καλύτερο το Παρίσι, το οποίο δεν θέλει να παραχωρήσει στις Βρυξέλλες ούτε ίχνος από την κυριαρχικότητα της «grande nation».

Όσο λοιπόν και να πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, το αίτημα του κ.Μακρόν δεν αποτελεί μια κοπερνίκεια στροφή της γαλλικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα όμως δεν συνιστά απλή «αναίδεια» έναντι των Γερμανών. Και οι δυο γάλλοι υπουργοί τόνισαν στο Βερολίνο, ότι δεν θέτουν υπό αίρεση το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, αλλά ότι θα αξιοποιήσουν με άκρα ευελιξία τις «έξυπνες» διατάξεις του για να επιτύχουν ένα μέγιστο ποσοστό ανάπτυξης.

Τα όρια του εγχειρήματος τέθηκαν βέβαια στην ίδια συνέντευξη από τον κ.Σόιμπλε, ο οποίος, όπως πάντα «δογματικός», τόνισε ότι η όποια ανάπτυξη θα πρέπει να έρθει σε πρώτη γραμμή από ιδιωτικές, όχι από κρατικές, ή ευρωπαϊκές επενδύσεις. Δεδομένου όμως, ότι οι ιδιώτες επενδυτές στη Γαλλία και στη Γερμανία συνεχίζουν να «απεργούν» λόγω της αυξανόμενης πολιτικής αστάθειας στον ευρωχώρο (βλέπε ευρωεκλογές) και λόγω της αντίστοιχης μείωσης των προσδοκιών για κέρδη, δεν θα πρέπει να αναμένονται στο μέλλον μεγάλα επενδυτικά κύματα.

Αλλά ούτε και η σημερινή επενδυτική νηνεμία θα συνεχιστεί. Οι τέσσερις υπουργοί ανακοίνωσαν, ότι το λεγόμενο γερμανογαλλικό οικονομικό συμβούλιο θα τους υποβάλει μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου μια σειρά επενδυτικών σχεδίων – «γαλλικών, γερμανικών, γαλλογερμανικών και ευρωπαϊκών» όπως είπε ο κ.Μακρόν. Ο στόχος είναι να ανέβει το ποσοστό των επενδύσεων στη Γερμανία από το 17% της οικονομικής απόδοσης της στο 20% – κάτι που αντιστοιχεί ακριβώς στα από τον κ.Μακρόν αιτούμενα 50 δισ.. Τα σχέδια θα δημοσιοποιηθούν από τους υπουργούς την πρώτη Δεκεμβρίου και θα πάρουν κατόπιν την άγουσα για την τελική τους έγκριση στη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες πριν τα Χριστούγεννα.

Η ξαφνική γαλλική «αυθάδεια» δεν αλλάζει λοιπόν, τους όρους του παιχνιδιού στην Ευρώπη – οι Γάλλοι δεν έκαναν την «επανάστασή» τους. Το γερμανικής κοπής σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης μένει. Από την άλλη όμως, επιχειρούν για πρώτη φορά, και δη με πολύ τουπέ, να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους δίνει το σκέλος της ανάπτυξης. Αυτό τους έφερε σε ανοικτή σύγκρουση με τους γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες. Το αποτέλεσμα, όπως διαφαίνεται ήδη, θα είναι όμως ένας συμβιβασμός, που προβλέπει αύξηση των γερμανικών επενδύσεων, εφόσον βέβαια αυτή δεν θα βάζει σε κίνδυνο το «μηδενικό έλλειμμα» του κ.Σόιμπλε.

Παράλληλα ωστόσο ειπώθηκε, επίσης για πρώτη φορά επίσημα, το ανείπωτο: Ότι η κρίση μπορεί να υπερνικηθεί πραγματικά μόνο αν η Γερμανία σταματήσει να παράγει εξαγωγικά πλεονάσματα εις βάρος των εταίρων της. Και δεν θα πάψει να λέγεται στο μέλλον, παρόλο που οι Γάλλοι δεν τόλμησαν ακόμη να κάνουν τα λόγια τους πράξη.