Ξαναπιάνω το νήμα (Το Βήμα, 10.8.2014). Καμία σχεδόν νέα θέση καθηγητή δεν πρόκειται να προκηρυχθεί κατά την προσεχή πενταετία (παρά τις αθρόες αποχωρήσεις), έτσι που το ηλικιακό «κατώφλι» των νέων συναδέλφων συνεχώς να μεγαλώνει. Συναφώς, το «ελκυστικό» χιλιάρικο των λεκτόρων και το διχίλιαρο των καθηγητών/τριών, με τουλάχιστον όμως εικοσιπέντε χρόνια υπηρεσίας, ουδέποτε να αυξάνει, αλλά και με την ευχή βέβαια να μη μειωθεί ακόμη περισσότερο (για την ώρα η απώλεια των αποδοχών ανέρχεται στο 40%). Τα λειτουργικά έξοδα των Πανεπιστημίων διαρκώς να φθίνουν (η κρατική επιχορήγηση έχει περικοπεί κατά 62%). Ειδικότερα, τα κονδύλια για την έρευνα (εδώ διαφοροποιώ, όπως πάντα, ερευνητές και «ερευνοδίαιτους» που ταυτίζουν την έρευνα με τα ερευνητικά «προγράμματα») να μην επαρκούν για τη συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια, προμήθεια νέων βιβλίων και περιοδικών, έκδοση επετηρίδων, ανανεώσεις συνδρομών σε «βάσεις δεδομένων» (μας απέμεινε μόνο ο «Web of Science») κ.λπ. Δυστυχώς θα προσθέσω ότι κάποτε η θέρμανση των γραφείων και των αιθουσών διδασκαλίας, η γραφική ύλη και τα «αναλώσιμα», η αλληλογραφία και το χαρτί υγείας αποτελεί «αίτημα» υπό διεκδίκηση, ιδίως τώρα που οι διοικητικοί υπάλληλοι τίθενται σε «διαθεσιμότητα» και ωθούνται σε πρόωρη αποχώρηση. Επιπλέον, κανένας «καθηγητής», με εξαίρεση τους γιατρούς και όλους τους διπλοθεσίτες, για τους οποίους ουδέποτε ίσχυσε η νομοθεσία για την «πλήρη και αποκλειστική απασχόληση», δεν πρόκειται να λάβει δύο συντάξεις και δύο «εφάπαξ» -ένα κι αυτό ολοένα πιο ισχνό έως ότου να σβήσει.
Σ’ αυτήν λοιπόν τη διακρίβωση της έξωθεν εκπτώχευσης που ωθεί στο να εκλαμβάνεται ως «εσωτερική υποτίμηση» εύλογα δεν επανεκλέγεται ένας πρόεδρος Τμήματος. Μάλιστα είναι ανακριβές να υποστηρίζεται από τους «αριστοκρίτες» ότι η ισχύουσα νομοθεσία «δεν προβλέπει ορισμένο αριθμό θητειών για τα διοικητικά όργανα», όταν η πρόσφατη νομοθεσία ακριβώς αυτό προβλέπει. Εκείνο όμως που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι τώρα οι αρμοδιότητες των προέδρων είναι αρκετά λιγότερες από κάθε άλλη φορά (ιδίως εκεί που θα μπορούσε να ευδοκιμήσει το «σύστημα συναλλαγής»: «μητρώα», «εκλεκτορικά σώματα» κ.λπ.) και το οικείο επιμίσθιο εντελώς αμελητέο (50 € μηνιαίως).
Συνήθως εμφανίζεται την τελευταία στιγμή μία υποψηφιότητα, ενώ με το τέλος της εκλογικής διαδικασίας κάποτε «επιβραβεύεται» με πολλά «λευκά» ψηφιακής προώθησης. Προφανώς είναι διατυπώσιμη σειρά υποθέσεων γι’ αυτή την «απροθυμία» υποψηφίων και εκλεκτόρων –ένα ζήτημα στο οποίο θα χρειασθεί να επανέλθω άλλη φορά. Ο «κανόνας» πάντως διαγράφεται πλέον ευκρινώς ως μια εκ περιτροπής άσκηση αναφαίρετου αυτοδιοικητικού καθήκοντος, έστω και περιορισμένης εμβέλειας (η νομοθεσία προβλέπει ότι στις περιπτώσεις που δεν κατατίθεται καμιά υποψηφιότητα εκτελεί χρέη προέδρου ο κοσμήτορας). Σε ό,τι δηλαδή θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε δύο χρόνια (μετά και όχι πριν την καθηγεσία) της υπερτριαντάχρονης ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση σχεδόν εκμηδενίζεται και η όποια διαφαινόμενη «συναλλαγή», εκτυλισσόμενη από «πάνω» προς τα «κάτω».
Και επειδή οι περιορισμένοι κίνδυνοι να αποδειχθεί μια «επιλογή» κατώτερη των υποσχέσεων, δηλαδή μιας εύρυθμης διοικητικής λειτουργίας, η ψήφος των εκλεκτόρων αναλαμβάνει από πριν μια τέτοια «ευθύνη» και όχι η επαπειλούμενη «παύση των καθηκόντων». Αν σε κάθε αυτοδιοικητικό σώμα η «πλειοψηφία» ψηφίζει και εκλέγει, τότε η «πλειονότητα» «επιλέγει» με «βαρύτητα» ψήφου, ανάλογα με την αυτοδιαφημιζόμενη «αριστεία» που τη συνοδεύει; Βέβαια, με τη λήξη κάθε θητείας συνάγεται ο βαθμός της τελεσφόρησής της, με πλήρη και ειλικρινή απολογισμό των «πεπραγμένων» (σ’ αυτά ανήκουν και οι «παραλείψεις», τα «λάθη», τα πισωγυρίσματα κ.λπ.). Ο,τι, επομένως, υποβάλλεται όχι απλώς στην Κοσμητεία (Ν. 4009, άρθρο 10, ρ. 3ε’), αλλά πρωτίστως στο σώμα που αυτά διενεργήθηκαν. Αν κάτι όντως αποσοβήθηκε (είχε αρχικώς προβλεφθεί από τον συντάκτη του διατυμπανιζόμενου ως «πρωτοποριακού άλματος») να επιβληθεί σε ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με «πλήρη αυτοδιοίκηση» (το Σύνταγμα, στο άρθρο 16, δεν έχει τροποποιηθεί) ήταν η συγκρότηση «Συμβουλίου Διοίκησης» κυβερνητικής «επιλογής» και με αιτούμενη αμοιβή από τους «αριστοκρίτες» για τα μέλη του «τουλάχιστον διπλάσια των αποδοχών καθηγητών πρώτης βαθμίδας».
Ακόμη και να «διαπρέψεις» ως πρόεδρος Τμήματος, το οποίο αύριο μπορεί να συμπτυχθεί ή να κλείσει, αυτό που μένει δεν είναι ο «επαγγελματίας» της αυτοδιοίκησης, αλλά το δημοσιευόμενο συγγραφικό έργο (διαρκώς ανανεωμένο, αξιοποιήσιμο και εκτιθέμενο σε κριτικό έλεγχο) και ο έπαινος των μαθητών/τριών σου, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών, όπως συνάγεται από την πλήρη αυτοπρόσωπη διδασκαλία. Γιατί, πράγματι, το δύσβατο ανηφορικό «μονοπάτι» της ερευνητικής/συγγραφικής δραστηριότητας, τουλάχιστον στις κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες, δεν έχει καμιά σχέση αιτιώδους συνάφειας με τις «διόδους» του διοικητικού έργου, ό,τι και να διαδραματίζεται σ’ αυτό, «ρουτινιάρικα» και κάποτε «έκτακτα». Σ’ αυτήν την περίπτωση αν πρόκειται να λάμπεις από χαρά, τούτο πηγάζει από τα όσα μπορείς να προσφέρεις και όχι από εκείνα που αξιώνεις με καμάρι να του δοθούν. Δηλαδή, η «αριστεία» από «αξία χρήσης» να μην μετατρέπεται σε «ανταλλακτική αξία».
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ