Διαρκεί δεκαετίες η μονότονη μεμψιμοιρία για την υποτιθέμενη κλασικιστική/ αρχαιολατρική μανία της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης από καταβολής της: η κοινωνιολογική της πτυχή, η ιστορική σκέψη, ο φιλοσοφικός στοχασμός, η θεατρολογική κατεύθυνση απλώς αποσιωπώνται με την κουτοπόνηρη ταύτιση των ανθρωπιστικών επιστημών με τις κλασικές, ενώ η ημιμάθεια συχνά προσφεύγει σε εύπεπτους αφορισμούς για «νεκρές» γλώσσες. Η συζήτηση συχνά καταλήγει στον υποκριτικό θρήνο για την υποβάθμιση της τεχνολογικής παιδείας τόσο σε στοιχειώδες όσο και σε ανώτατο επίπεδο. Η αναφορά στη διετία Καποδίστρια που δεν πρόλαβε, υποτίθεται, να καρποφορήσει τεχνολογικά φρούτα, συνοδεύεται από ένα υποκριτικό what if…, εμφανίζοντας τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη και την ακύρωση του από εκείνον επιλεγμένου προσανατολισμού ως το διαχρονικό άλλοθι της ελληνικής υποθετικής μονομέρειας προς τα ανθρωπιστικά, «αφηρημένα και άχρηστα», αντί των τεχνολογικών/πρακτικών, «συγκεκριμένων και χρήσιμων». Η βιαστική μεταφύτευση του βαυαρικού μοντέλου στην εκπαίδευση ανερυθρίαστα υποστηρίζεται πως σφράγισε αυτήν τη δήθεν στρεβλή κατεύθυνση προς τον κλασικισμό, χωρίς να περισσεύει αιδώς σε κανέναν για την ανικανότητα των περίπου δύο αιώνων που μεσολάβησαν να διορθώσουν την αρχική «αστοχία».
Λες και τη νότια απόληξη της χερσονήσου του Αίμου κατοικούσαν και κυβερνούσαν Νεφελίμ ή προαιωνίως ψεκασμένοι. Λες και το φάντασμα του Μάουερ και της τρόικας της Αντιβασιλείας είχε τόσο καταραστεί την ελληνική εκπαίδευση, ώστε να χρειάζεται να πέσει πάνω της η σκιά του Τόμσεν και της τρόικας ΔΝΤ – ΕΕ, για να την απαλλάξει από το παντεσπάνι του κλασικισμού. Λες και οι τρεισήμισι αστικοί «εκσυγχρονισμοί» που επιχειρήθηκαν στη νεοελληνική κοινωνία δεν έφταναν για την αποτίναξη του κλασικιστικού και ανθρωπιστικού «άχθους».
Μάλιστα, στην εύκολη απαξίωση των «Humanities» εμφανιζόταν σταθερή, αν και ανομολόγητη, σύμπτωση του δυτικόστροφου (μάλλον: δυτικοφανούς) αστικού «εκσυγχρονισμού» με τον αριστερό (ψευδο)ριζοσπαστισμό, που κι αυτός, εμφορούμενος από οικονομικίστικο τρόπο ανάλυσης, έριχνε νερό στον μύλο της ορθολογικοφανούς πρακτικοθηρίας. Η «χρηστικότητα» κατέστη, έτσι, γενικό ζητούμενο, και αποτέλεσε ιδανικό ακόμη και για προτάσεις που εκκινούσαν από διαφορετικές αφετηρίες σκέψης και προβληματισμού. Βοήθησε αρκούντως, ασφαλώς, ο δυσφημιστικός σφετερισμός της κλασικής παιδείας από τα πιο αμαθή, ημιμαθή και οπισθοδρομικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, από τις οπερετικές δικτατορίες (άλλο άλλοθι διαχρονικής πνευματικής και μεταρρυθμιστικής οκνηρίας κι αυτές…) και από την Εκκλησία, παρ’ όλο που μεγάλο τμήμα των εκπροσώπων της (ακόμη και των ηγετικών) αδυνατούσε να διακρίνει έστω τη διαφορά της γλώσσας των Ευαγγελίων από αυτήν των Πατέρων, έτσι πνιγμένη που ήταν (και είναι;) από τον χυλό του ελληνοχριστιανισμού.
Ομως, το πριόνισμα του κλαδιού της ανώτατης εκπαίδευσης με αρχικό πρόσχημα τα «άχρηστα» ανθρωπιστικά μοιραίο είναι να συμπεριλάβει και τα πιο «χρήσιμα» οικονομικά, τα θετικά, πρακτικά, τεχνολογικά. Η χιονοστιβάδα παρασύρει και τους πιο «μοντέρνους» κλάδους: αν το επιχείρημα για τα ανθρωπιστικά ήταν ότι δεν ενδιαφέρουν την (ή δεν διαθέτουν) αγορά και, συνεπώς, είναι αμετάκλητα καταδικασμένα να αποσυρθούν στα μουσεία της ιστορίας της εκπαίδευσης, τώρα τελευταία ακούγεται όλο και δυνατότερα πως η θεραπεία και των «επιστημών» δεν είναι επαρκώς συνδεδεμένη με την αγορά του σήμερα. Ο προβαλλόμενος στόχος της κριτικής και των «μεταρρυθμίσεων» ευγενής: ελάφρυνση του αγρίως φορολογούμενου μέσου πολίτη από ένα βάρος που μπορεί εύκολα, λένε, χωρίς σοβαρές ποιοτικές συνέπειες, να μειωθεί ή να απαλειφθεί. Η πραγματικότητα του κινδύνου δεινή: η αγορά και οι προτεραιότητές της να αποκτήσουν προβάδισμα έναντι των φορέων που γεννούν γνώση, κριτική, καινοτομία, συζήτηση, επικοινωνία, ή που θα έπρεπε να λειτουργούν έτσι.
Ασφαλώς δεν αρνούμαι με φανατισμό οποιαδήποτε σύνδεση του ακαδημαϊκού έργου με το κοινωνικό συγκείμενο εντός του οποίου παράγεται. Την υπερβολή της πλήρους ανατροπής ρόλων επισημαίνω και θεωρώ καταστροφική, την απουσία της αρχής του μέτρου από τη ρητορική της αγορολαγνείας εννοώ. Τον ορθό λόγο και το άριστον μέτρον αναζητώ, αυτή την αρχή που το πανεπιστήμιο έχει χρέος να διασώσει και να μεταδώσει ως κυτταρική της δυτικής σκέψης, και που, θυμίζω, οι γνησιότεροι φορείς της παραμένουν οι ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει (και –δεν είναι ντροπή να το παραδεχθούμε –οι κλασικές σπουδές ειδικότερα) σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Αυτή την αρχή, βέβαια, αδυνατεί πιστοποιημένα να τηρήσει η αγορά, έτσι όπως εκτονώνεται με κρίσεις κάθε τόσο, που κοστίζουν αιματηρές παράπλευρες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, περιουσίες, δουλειές.
Την ανάγκη να μη λησμονείται η ανοιχτότητα της κριτικής σκέψης επισημαίνω, γιατί αυτή (πρέπει να) πρυτανεύει στη γέννηση, στη συγκρότηση και εν τέλει στην επιβίωση ενός Πανεπιστημίου, και όχι οι αναπτυξιακοί ορίζοντες επιχειρήσεων, όπως η ΠΑΕ Φαληραϊκός, ή «μη κερδοσκοπικών οργανισμών», όπως ο Δήμος Αρχαίας Ιωλκού: και τα δύο παραδείγματα έχουν ληφθεί από τον χώρο του φανταστικού, απλώς για να αναλογιστούμε ποιοι θα ήταν πιθανοί αιμοδότες «μεταρρυθμισμένων», απαλλαγμένων από ανθρωπιστικό περιεχόμενο ΑΕΙ, ή οι ιδρυτές νέων, αν τύχει και καταργηθεί το άρθρο 16…
Ο κ. Βάιος Βαϊόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ