Να μην παρεξηγηθεί ο τίτλος: δεν παραπέμπει στις υπόγειες και υποθαλάσσιες ανασκαφές, που άναψαν κόκκινο τον τελευταίο καιρό, προκαλώντας σπάνια φρόνιμες προβλέψεις, και συνήθως ευφάνταστα και ευτράπελα σχόλια –επωνύμων και ανωνύμων. Το προκείμενο πάντως Μονοτονικό αποτελεί σήμα μετάβασης από την περιφερειακή στην επίκεντρη σύσταση μιας στοχαστικής ποιητικής συλλογής, που κυκλοφόρησε δίγλωσση το περασμένο καλοκαίρι, για την οποία μιλούσα τις προάλλες. Ο λόγος για την «Αποθέωση του πραγματικού» του Υβ Μπονφουά, σε μετάφραση του Χριστόφορου Λιοντάκη, μοιρασμένη σε τρία μέρη (: «Αφιέρωση», «Αντι-Πλάτων» «Τάφοι της Ραβέννας») και ενισχυμένη με ένα προλογικό και δύο επιλογικά κείμενα του μεταφραστή.
Αγγίζοντας σήμερα κατευθείαν τον κορμό της συλλογής, θα επιμείνω, όσο με παίρνει ο χώρος, στις επόμενες δύο ανυποχώρητες αρχές της που είναι: αποκλειστική προσήλωση στο πραγματικό και απερίφραστη απόρριψη της εννοιοκρατίας, της ιδεοκρατίας και της θεοκρατίας. Επειδή η γλωσσική τους διατύπωση εκπέμπει κάποτε σήματα σκόπιμης αμφισημίας, θα δοκιμάσω να τα εντοπίσω.
Αρχίζω με τον τίτλο της συλλογής, ο οποίος μεταφέρεται (και μεταφράζεται) από τους «Τάφους της Ραβέννας» όπου απαντά δύο φορές (σσ. 52 και 66): comble du réel είναι η ακριβής διατύπωση στα γαλλικά –όρος που παραπέμπει στον φιλόξενο τόπο και τρόπο που υποδέχονται το «πραγματικό». Η λέξη «αποθέωση» (με τη σημασία προφανώς της αποκορύφωσης) δεν πρέπει να παραπλανήσει: δεν πρόκειται για έμμεση παρέμβαση του θεού και του θείου στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Οσο για τη λέξη «πραγματικό», που ο Μπονφουά την υπερασπίζεται ως αντίπαλη αρχή της «εννοιοκρατίας», δεν νοείται εδώ με τους όρους της αυστηρής γραμματικής. Οπου το «πραγματικό», ως παράγωγο του «πράγματος», βρίσκεται στο όριο μεταξύ ουσιαστικού και επιθέτου, ολισθαίνοντας εύκολα προς τη γραμματικά αφηρημένη έννοια της πραγματικότητας. Κίνδυνος όμως που αποφεύγεται στην προκειμένη περίπτωση, γιατί εδώ το «πραγματικό» εξαρχής επονομάζεται, τόσο στα τέσσερα ποιήματα της «Αφιέρωσης» όσο και στα εννέα του «Αντι-Πλάτωνα». Προς απόδειξη παραθέτω το πρώτο ποίημα της «Αφιέρωσης» και την τελευταία στροφή από το ένατο του «Αντι-Πλάτωνα». Προηγείται η «Αφιέρωση»:
«Στις τσουκνίδες και στις πέτρες. // Στα «αυστηρά μαθηματικά». Στα μισοφωτισμένα τρένα κάθε βράδυ. Στους χιονισμένους δρόμους κάτω από το άστρο του απείρου. // Πορευόμουν, περιπλανιόμουν. Κι οι λέξεις εύρισκαν με δυσκολία τον δρόμο τους μέσα στη φοβερή σιωπή. // –Στις λέξεις της υπομονής και της σωτηρίας». Επεται ο «Αντι-Πλάτων»: «Γύρω από τούτη την πέτρα κοχλάζει ο χρόνος. Στο άγγιγμά της οι φάροι του κόσμου περιστρέφονται, το μυστικό φως κυκλοφορεί».
Και πάμε στους «Τάφους της Ραβέννας», όπου η «πέτρα», στα συμφραζόμενα της ταφής, προτείνεται ως αδιαίρετη συζυγία ζωής και θανάτου. Υπό τον όρο ότι η ζωή είναι συνάμα φιλοθάνατη και ο θάνατος φιλόζωος, διεκδικώντας τη δική του ιδιόμορφη «αθανασία». Αυτό αισθάνομαι πως είναι το «πραγματικό», «αισθητό» νόημα στους «Τάφους της Ραβέννας», ποιητικό δοκίμιο, το οποίο, μεταφρασμένο εξ επαφής, καλύπτει σαράντα σελίδες, μοιρασμένες σε πέντε κεφάλαια. Αντιγράφω ενδεικτικώς την πρώτη και την τελευταία παράγραφο.
Η πρώτη: «Πολλοί φιλόσοφοι θέλησαν να ασχοληθούν με τον θάνατο, αλλά δεν ξέρω κανέναν που να πρόσεξε τους τάφους. Το πνεύμα που στοχάζεται πάνω στα προβλήματα της ύπαρξης, σπάνια στέκεται στην πέτρα∙ απομακρύνεται τόσο από τις ταφόπετρες, που μοιάζουν έτσι διπλά λησμονημένες». Και η τελευταία παράγραφος: «Και ιδού η μεγάλη πέτρα, που χωρίς αυτήν όλα θα είχαν χαθεί στην αθλιότητα και στη φρίκη, έρχεται αρωγός. Ιδού η ζωή, που ο θάνατος δεν την τρομάζει (εδώ παρωδώ τον Χέγκελ) και αναγεννάται από τον θάνατο. Για να συλλάβουμε το νόημά τους χρειάζεται μια γλώσσα διαφορετική από την έννοια, μια άλλη πίστη. Μπροστά τους η έννοια σιωπά, όπως η λογική μπροστά στην ελπίδα».
Για να προκόψει ωστόσο (τώρα παραφράζω, ελπίζω όχι παραποιώντας) η σωτήρια αυτή ελπίδα, η μεγάλη αυτή ταφική πέτρα χρειάζεται να βρει τον οικείο της τόπο (για «κατοικία» μιλά αλλού ο Μπονφουά) και την προστατευτική της διακόσμηση. Εφόδια που διαθέτουν στο έπακρο οι αποκαλυπτικοί «Τάφοι της Ραβέννας».
Στο σημείο αυτό ο λόγος επιστρέφει ακέραιος στον ποιητή Υβ Μπονφουά: «Στη Ραβέννα λοιπόν, όπου τα πάντα είναι θάνατος, στις σβησμένες μορφές της χαμένης βασιλείας της, εκεί, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, θα έπρεπε να νιώθουμε την εντάφια φρίκη σε όλη της την ένταση. Κι όμως ένιωσα μόνο ευφροσύνη. […] Η Ραβέννα δημιουργεί γύρω της ευφροσύνη».
Αυτά με τύψεις για τις πολλές παραλείψεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ