Τα τελευταία χρόνια πηγαίνω όλο και πιο σπάνια στον κινηματογράφο. Για πολλούς και διάφορους λόγους, πείτε τους και παραξενιές. Για τη συμπεριφορά ενός κοινού που γίνεται διαρκώς πιο ανάγωγο, με αποτέλεσμα να μη με αφήνει να συγκεντρωθώ στην ταινία. Για την εμετική εικόνα των σπαρμένων με ποπκόρν διαδρόμων που οδηγούν στις αίθουσες των «πολυκινηματογράφων» και για τη μυρωδιά από καμένο βούτυρο (;) κάκιστης ποιότητας που μου φέρνει αναγούλα. Κυρίως, όμως, επειδή οι ταινίες που προβάλλονται, σπανίως, σπανιότατα μου αρέσουν, ξεκινώντας από τις ψυχαγωγικές κομεντί (είδος που παλαιότερα μας είχε χαρίσει διαμαντάκια, αλλά σήμερα μοιάζει να έχει απολέσει τη δροσιά και τη χάρη του) και φτάνοντας στα πολυπαινεμένα πονήματα μεγάλων, όπως έχουν χαρακτηριστεί, σκηνοθετών οι οποίοι στα δικά μου μάτια εξακολουθούν να φαίνονται απελπιστικά μικροί.
Ισως να φταίω εγώ. Μεγαλώνω, βαριέμαι πιο εύκολα, έχω δει πολλά και το κριτήριό μου έχει γίνει υπερβολικά αυστηρό, μπορεί, πάλι, να μην μπορώ να καταλάβω, να με «προσπερνούν» η εποχή μου και τα προϊόντα της. Θα πίστευα πως μπορεί πράγματι να συμβαίνει το τελευταίο, αν δεν έρχονταν αραιά και πού ταινίες σύγχρονες όπως το «Xenia» του Πάνου Κούτρα, για να μου υπενθυμίσουν ότι δεν είμαι εγώ ο παρανοημένος ούτε ο γρουσούζης που δεν βρίσκει ικανοποίηση στις νέες παραγωγές. Είναι εκείνες που έχουν να μας πουν λίγα, πολύ λίγα.
Παρακολουθώ τον Κούτρα από τα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα, δηλαδή από την «πειραματική» (και θεότρελη) «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» (1999), και δηλώνω θαυμαστής του. Η «Αληθινή ζωή» (2004) και, κυρίως, η τολμηρή «Στρέλλα» (2009) αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, δουλειές που επιβεβαιώνουν ότι μπορεί να υπάρχει σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος που απευθύνεται στους πολλούς χωρίς να κάνει εκπτώσεις. Χωρίς να καταφεύγει σε φτηνές λύσεις. Αλλά και ότι η έννοια του αξιόλογου, του ποιοτικού, επ’ ουδενί λόγω προϋποθέτει τη βαρεμάρα, τη δηθενιά, την ψευτοκουλτούρα, τους χαλαρούς ρυθμούς, την ποίηση εκ του προχείρου, το ακατανόητο, το μίζερο και καταθλιπτικό, το αρρωστημένο, για να αναφερθώ σε μερικά μόνο από τα δηλητηριώδη συστατικά που συνθέτουν (και κατά συνέπεια υπονομεύουν-καταστρέφουν) την εν Ελλάδι κινηματογραφική παραγωγή των τριών τελευταίων δεκαετιών. Το επιβεβαιώνει ξανά ο Κούτρας με τη νέα και, κατά τη γνώμη μου, πιο σημαντική (και πιο άρτια) ως σήμερα ταινία του.
Δεν φιλοδοξώ να εμφανιστώ ως κριτικός κινηματογράφου, θέλω μόνο να μιλήσω για τη συγκίνηση που μου προκάλεσε, ως θεατή, αυτό το τολμηρό, δραματικό (μετά πλείστων φωτεινών διαλειμμάτων) οδοιπορικό των δύο ελληνοαλβανικής καταγωγής αδελφών στην Ελλάδα του 2014, σε μια χώρα η οποία πολύ θα ήθελα να μην είναι όπως την παρουσιάζει ο σκηνοθέτης, αλλά και που γνωρίζω ότι είναι έτσι ακριβώς: ξενοφοβική, ομοφοβική, σκληρή, αφιλόξενη και δήθεν. Για όλα αυτά μιλάει το «Xenia», για να καταφέρει όμως –εναλλάσσοντας εντέχνως τον ρεαλισμό με το όνειρο, το βλέμμα του ταλαιπωρημένου και εν πολλοίς αλλοτριωμένου ενηλίκου με την αθώα ματιά του παιδιού –κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να ανακαλύψει και να αναδείξει την ομορφιά που βγαίνει μέσα από την ασχήμια, να εστιάσει στην ελπίδα που γεννιέται από την απόγνωση, να ντύσει τελικά με χρώματα την πιο γκρίζα καθημερινότητα.
Δεν θα πω περισσότερα ούτε θα αποκαλύψω τις σκηνές που με αιφνιδίασαν, που με εντυπωσίασαν, που με «άγγιξαν», που με συγκίνησαν, που με διασκέδασαν (γιατί εμπεριέχει πάντα άφθονο χιούμορ το δραματικό σύμπαν του Κούτρα), για να μην καταστρέψω την έκπληξη που θέλω να πιστεύω ότι θα νιώσει ο μελλοντικός θεατής ανακαλύπτοντας τον ρεαλιστικό και σουρεαλιστικό ταυτοχρόνως κόσμο που έστησε ο σκηνοθέτης. Απολαμβάνοντας τις διαδοχικές εκρήξεις συναισθήματος που εμπλουτίζουν την αφήγηση. Αναγνωρίζοντας τελικά στοιχεία και στιγμές της δικής του πορείας από την παιδική ηλικία προς την ωρίμανση μέσα σε μία ατάκα, σε μία κίνηση, σε ένα χάδι, σε μία εικόνα, σε μια συγχορδία της θαυμάσιας μουσικής του Delaney Blue ή των ρετρό τραγουδιών της Patty Pravo που «ντύνουν» το σενάριο των Πάνου Κούτρα και Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Δείτε το «Xenia» και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα. Θεωρώ ότι αξίζει την προσοχή και τη (διά της αγοράς ενός εισιτηρίου) στήριξή σας. Γιατί είναι μια πολύ καλή ταινία!
ΥΓ.: Κώστας Νικούλι, Νίκος Γκέλια, Αγγελος Παπαδημητρίου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Γιάννης Στάνκογλου, Ρομάνα Λόμπατς… Θαυμάσιοι όλοι οι ηθοποιοί, με κορυφαίους τους Νικούλι και Γκέλια στους πρωταγωνιστικούς ρόλους των δύο αδελφών.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ