Τα 80 είναι μια κάπως εκκεντρική ηλικία για να ξεκινήσεις το τσιγάρο. Αλλά, από την άλλη, σκέφτηκε ο Λέοναρντ Κοέν, γιατί όχι; Κάπνιζε παλιά, του άρεσε με αυτόν τον γλυκά αυτοκαταστροφικό τρόπο που αρέσει σε όλους τους καπνιστές, είχε και μια μποέμικη καλλιτεχνικά εικόνα να χτίσει, δεν γινόταν αλλιώς· η νικοτίνη έμοιαζε μονόδρομος. Και μετά ήρθαν τα χρόνια. Ο βήχας. Ο φόβος. Οι πρώτοι θάνατοι γύρω σου, όλο αυτό το τέλος της αθωότητας που σε αφυπνίζει σχετικά με τη ζωή που θέλεις (ή πρέπει) να ζήσεις. Η αναπόφευκτη συντήρηση, το φρένο της ταχύτητας, η σοφία της βραδύτητας, η θαλπωρή της ασφάλειας, η προτίμησή της από την τεστοστερόνη. Κάποια στιγμή, όπως όλοι οι λογικοί άνθρωποι, το έκοψε.
Αλλά, με τα δικά του λόγια: «Οταν είσαι στην άλλη άκρη του λόφου, δεν υπάρχει χρόνος για συντήρηση». Και με αυτόν τον κοσμοπολιτισμό που εμπορεύεται αυθεντικά εδώ και χρόνια, ανακοίνωσε πως «στα 80ά μου γενέθλια, θα το ξαναρχίσω». Ισως και να μην το εννοούσε, ίσως να ήταν μια συμβουλή ενός σοφού publicist για να προωθηθεί το νέο του άλμπουμ, μια ιδανική ατάκα για να στηρίξει τη λογική τού «Too Young to Die, Too Old to Worry», την αντιστροφή του «Live Fast, Die Young». Είναι και αυτή μια άποψη.
Ας απομακρυνθούμε λίγο από το άναμμα του τσιγάρου ενός γηραιού σοφού ποιητή με μια ρεπούμπλικα στο κεφάλι και ας βουτήξουμε ανόρεχτα στην κάπως πιο πεζή και κακοντυμένη πραγματικότητα, με φόντο την εικόνα ενός ηλικιωμένου στριμωγμένου σε μια τράπεζα. Ενός αναλογικού ανθρώπου σε μια ψηφιακή εποχή, που γκρινιάζοντας με την εμπειρία ετών περιμένει στην ουρά για να πάρει την πετσοκομμένη σύνταξη ή να πληρώσει έναν φόρο.
Οι αριθμοί δεν είναι μαζί του. Η Ελλάδα είναι από τις χειρότερες αναπτυγμένες χώρες στον κόσμο για να γεράσει κανείς. Το 2013 ήταν στην 58η θέση, εφέτος πέσαμε αναμενόμενα στην 73η θέση, σε σύνολο 96 χωρών. Ο δείκτης της Global AgeWatch εξετάζει τέσσερις τομείς: την εισοδηματική ασφάλεια, την Υγεία, την προσωπική ικανότητα και το γενικότερο περιβάλλον στο οποίο ζει ο ηλικιωμένος. Πρώτη ήταν η Νορβηγία, ακολούθησαν (αναμενόμενα) η –δυστυχώς για εμάς, όχι Ελλάδα του Βορρά –Σουηδία, η Ελβετία, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Ολλανδία, η πάντα cool Ισλανδία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία. Καμία έκπληξη μέχρις εδώ.
Γενικώς, ο πλανήτης γερνάει ανησυχητικά –και εμείς μαζί του. Μέχρι το 2030 1,4 δισεκατομμύρια άτομα παγκοσμίως θα είναι άνω των 60 ετών. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα υψηλότερα ποσοστά ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) καταγράφονται σε περιοχές της Πορτογαλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας. Μεταξύ των δέκα ευρωπαϊκών νομών με τα υψηλότερα ποσοστά ηλικιωμένων άνω των 65 ετών, κατατάσσονται οι νομοί Ευρυτανίας, Γρεβενών, Αρτας και Σερρών.
Μακριά από το κουραστικό πλέον κλισέ της «μακροζωίας της Ικαρίας», τη φολκλόρ ανάδειξη μιας σύμπτωσης και ενός χαλαρού τρόπου ζωής ως καύσιμο παράλογης ελληνικής περηφάνιας, ας το παραδεχθούμε: Δεν φερόμαστε και πολύ καλά στους ηλικιωμένους μας. Είναι κάπως σαν αντανακλαστικό, όπως οι στρατηγοί αποφασίζουν στον πόλεμο να θυσιάσουν στρατιώτες «για το γενικό καλό»: Στην αρχή της κρίσης, οι πρώτες που δέχθηκαν βουβή επίθεση ήταν οι ήδη πετσοκομμένες συντάξεις. Στην πορεία, με συνωμοσία σιωπής της υπόλοιπης φοβισμένης κοινωνίας, ό,τι περίσσευε από αριθμούς αφαιρούνταν από λίγα ευρώ συντάξεων, οι οποίες έφτασαν στα 400 ευρώ, από διάλυση ταμείων και ιατρικών παροχών –«εδώ εμείς δεν θα πάρουμε ποτέ μάλλον σύνταξη, γκρινιάζουν κιόλας;» ψιθύριζε ο όχλος. Δεν είμαστε οι μόνοι αγνώμονες: «Περιττό βάρος ανθρώπων που αρνούνται να πεθάνουν» χαρακτήρισε πριν από λίγο καιρό τους ηλικιωμένους ο κάπως αλαζών και όχι έμπλεος αυτογνωσίας 73χρονος (!) ιάπωνας υπουργός Οικονομικών Τάρο Ασο.
Η απόφαση είναι καλυμμένη από μια γενική συνωμοσία. Οποιος δεν είναι πια σε παραγωγική ηλικία, όποιος μεγαλώσει αρκετά για να μην μπορεί να εργάζεται, όποιος βαραίνει το Σύστημα Υγείας των ζορισμένων οικονομιών, όποιος θέλει συνέχεια εξετάσεις, ας πεθάνει μια ώρα αρχύτερα. Από αυτή την άποψη, από την πλευρά του, ένας ηλικιωμένος το μόνο που έχει να κάνει είναι να δανειστεί το ζεν του Λέοναρντ Κοέν και να επιστρέψει ξανά στις ηδονές που του έχουν απομείνει· ας ανάψει, τουλάχιστον, ένα απολαυστικό τσιγάρο.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ