Ο φόρος –και, συνακόλουθα, το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσεται –μπορεί να ανταποκριθεί στη θεσμική και οικονομική αποστολή του μόνον όταν, αφενός, είναι αποτελεσματικός, δηλαδή όταν η εισπραξιμότητά του είναι διασφαλισμένη. Και, αφετέρου , όταν ανταποκρίνεται πλήρως στον θεμελιώδη κανόνα του άρθρου 4, παρ. 5 του Συντάγματος, κατά τον οποίο: «Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Δηλαδή στον κανόνα ο οποίος εγγυάται και τη φορολογική δικαιοσύνη υπό την αναλογική της διάσταση.
I. Κατά λογική ακολουθία, η ανεπάρκεια του φορολογικού μας συστήματος μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί, από τη μία πλευρά, στην ατέλεια των αντίστοιχων φορολογικών νόμων και στην αέναη αλλαγή τους –υπό όρους οβιδιακών μεταμορφώσεων -, που οδηγούν, μοιραίως, και στην αδυναμία διαμόρφωσης «φορολογικής συνείδησης» από την πλευρά των φορολογουμένων αλλά και στην αδυναμία των φορολογικών αρχών να εμπεδώσουν το νομικό καθεστώς, το οποίο καλούνται να εφαρμόσουν. Και, από την άλλη πλευρά, σε μια βαριά φορολογία, η οποία δεν ανταποκρίνεται, κατά βάση, στον ως άνω κανόνα της φορολογικής δικαιοσύνης .
II. Πέραν τούτου όμως το κλίμα ανεπάρκειας του φορολογικού μας συστήματος επιδεινώνεται και από την ακόλουθη αιτία, διαχρονική και, κατά κάποιον τρόπο, «αειθαλή»: Σύμφωνα με την κατάσταση που διαμορφώνει η μεγάλη πλειονότητα των νόμων περί φόρου, πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η υποκειμενική κρίση των διοικητικών οργάνων που έχουν την αρμοδιότητα εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας. Και τούτο διότι συχνά ο νομοθέτης εισάγει, στον κανόνα δικαίου που θεσπίζει τον φόρο, αόριστες αξιολογικές έννοιες, τις οποίες καλείται στη συνέχεια να συγκεκριμενοποιήσει το καθ’ ύλην αρμόδιο διοικητικό όργανο. Εξ ου και τα γνωστά και πολλαπλά φαινόμενα αυθαιρεσίας ή και διαφθοράς.
III. Είναι λοιπόν προφανές ότι, με τη συνδρομή και της σύγχρονης τεχνολογίας, το φορολογικό μας σύστημα οφείλει να θωρακισθεί με κανόνες δικαίου, οι οποίοι επιτρέπουν τον καθορισμό του αντικειμένου και τον προσδιορισμό του ύψους του φόρου με όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενικά κριτήρια.
Α. Πρόσφορη μέθοδος προς την κατεύθυνση αυτή είναι η υιοθέτηση αποτελεσματικών τεκμηρίων, η συνδρομή των οποίων καθιστά οιονεί δέσμια την αρμοδιότητα των in concreto διοικητικών φορολογικών αρχών ως προς τον προσδιορισμό του αντικειμένου και του ύψους του φόρου.
Β. Στο σημείο όμως αυτό καθίσταται απολύτως αναγκαία η διευκρίνιση ότι τα τεκμήρια τότε μόνον μπορούν να εγγυηθούν την ορθολογική –συνεπώς αποτελεσματική –λειτουργία του φορολογικού μας συστήματος, όταν υπηρετούν στο ακέραιο την έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης κατ’ άρθρο 4, παρ. 5 του Συντάγματος. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις διατάξεις του άρθρου 20, παρ. 1 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα αίτησης και παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ως εξής: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει». Με άλλες λέξεις:
1. Πρώτον, τα φορολογικά τεκμήρια πρέπει να ανταποκρίνονται καθ’ ολοκληρίαν στην πραγματικότητα. Και όχι να στηρίζονται σε μια πλασματική πραγματικότητα, την οποία διαμορφώνει ο νομοθέτης με μόνο στόχο τον όγκο των επιδιωκόμενων κρατικών εσόδων. Παράδειγμα προς αποφυγήν στην προκειμένη περίπτωση συνιστούν το ΕΕΤΗΔΕ και ο ΕΝΦΙΑ, δεδομένου ότι ο μέσω αυτών επιβαλλόμενος φόρος στην ακίνητη ιδιοκτησία καθορίζεται με αντικειμενικές αξίες προδήλως πολλαπλάσιες της εμπορικής. Και κάπως έτσι ο φόρος οδηγεί, διά της οδού της ευθείας παραβίασης και του κατά τ’ ανωτέρω άρθρου 4, παρ. 5 του Συντάγματος, σε έμμεση δήμευση της ακίνητης ιδιοκτησίας.
2. Δεύτερον, τα φορολογικά τεκμήρια πρέπει να είναι μαχητά. Με την έννοια ότι ο φορολογούμενος μπορεί να τα ανατρέψει, χρησιμοποιώντας τα θεσμοθετημένα αποδεικτικά μέσα, διά της δικαστικής οδού.
Συμπερασματικώς, αν δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί επαρκώς, μέσα στις τρέχουσες δυσμενέστατες μνημονιακές δεσμεύσεις, ο χρόνος ο οποίος απαιτείται για τη δραστική μείωση των φορολογικών βαρών, τουλάχιστον είναι απολύτως εφικτό να μειωθεί δραστικώς η υποκειμενική κρίση των αρμόδιων διοικητικών αρχών, όταν εφαρμόζουν τους κανόνες δικαίου σχετικά με το αντικείμενο και το ύψος του φόρου.
Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι βουλευτής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.