Σε πολύ μοναχικό δρόμο εισέρχεται εκ νέου η Ελλάδα εν μέσω ενός πολιτικού και διεθνούς περιβάλλοντος που, ξαφνικά, παραπέμπει και πάλι όλο και πιο πολύ στις χειρότερες ημέρες των τελευταίων ετών, με μία σειρά από καθαρά προεκλογικούς χειρισμούς της κυβέρνησης να βλάπτουν ήδη όλα όσα εκείνη υποτίθεται ότι παλεύει να εξασφαλίσει.

Η πολιτική της κυβέρνησης να δεθεί χειροπόδαρα στο Βερολίνο έχει οδηγήσει τη χώρα σε ένα μέγα παράδοξο: ενώ διαλύεται μακράν περισσότερο από κάθε άλλη από τη λιτότητα που για καθαρά λόγους εθνικού της συμφέροντος επιβάλλει η Γερμανία, να αποτελεί, ταυτόχρονα, και τον μεγαλύτερο υπερασπιστή της.

Ετσι, την ώρα που η Γαλλία πετάει το γάντι στους Γερμανούς με την μετάθεση για δύο έτη του στόχου του 3% του ελλείμματος, η Ιταλία συμφωνεί δια του πρωθυπουργού της ο οποίος επιτίθεται στη Γερμανίδα καγκελάριο αλλά και παγώνει τις περικοπές. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ προσπαθεί ελαφρά να στηρίξει μία αλλαγή πολιτικής εν μέσω μιας περιορισμένης «σύγκρουσης» με το Βερολίνο.

Και η Ελλάδα; Α, η θλιβερή Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί τον μέγα υπέρμαχο, τον υπερασπιστή της πολιτικής που την κατέστρεψε. Όχι μόνον εκτελούμε τα πάντα, αλλά τα ιδεολογικοποιήσαμε κιόλας, με αποτέλεσμα να μείνουμε… εμείς και οι Γερμανοί σε αυτή την λογική, την ώρα που ο νέος επίτροπος οικονομικών υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί ζητά να χαλαρώσει η πίεση στην Ελλάδα, ενώ εμείς στηρίζουμε την ακραία πολιτική του Βερολίνου!

Tο πράγμα γίνεται ακόμη χειρότερο, από την ώρα που η ανάγκη της κυβέρνησης να παρουσιάσει «επιτυχίες» την οδηγεί σε επικίνδυνες κινήσεις, όπως το πρόσφατο αποτυχημένο πρωθυπουργικό ταξίδι στο Βερολίνο, ή, ακόμα χειρότερα, στην κοντόφθαλμη και επικίνδυνη, καθαρά προεκλογική, συζήτηση για να διώξει το ΔΝΤ από την Ελλάδα.

Αν το κάνει, η κυβέρνηση θα θέσει τη χώρα σε νέα διακινδύνευση. Ρητορικά θα λέει ότι κάτι έκανε, όμως, επί της ουσίας, εκείνα που θα έχει πετύχει θα είναι τα εξής:

Πρώτον, θα έχει βγάλει από την εξίσωση τον μόνο από τους δανειστές που θέλει το κούρεμα του ελληνικού χρέους, για δικούς του φυσικά λόγους – οι άλλες δύο πλευρές, δηλαδή… το Βερολίνο, διαφωνούν κάθετα

Δεύτερον, θα έχει μπει σε μία ζώνη πολύ μεγάλου κινδύνου, γιατί, όπως δεν είναι προδήλως ακόμα έτοιμη, θα έρθει σε χρόνο μηδέν αντιμέτωπη με ανεξέλεγκτα επιτόκια ενώ ήδη ματαιώνει ακόμα και την όποια ασθενική προσπάθεια του Ντράγκι για την Ελλάδα, ο οποίος σπεύδει φυσικά να φυλάξει τον εαυτό του από τις προεκλογικές ακροβασίες της κυβέρνησης.

Τρίτον, θα ολοκληρώσει την πλήρη και απόλυτη πλέον υπαγωγή της χώρας στη Γερμανία, την ώρα που, ξαφνικά, γίνονται κινήσεις άλλων χωρών για να σπάσει η παντοδυναμία της. Αλλωστε, δεν είναι ούτε μία ούτε δύο οι φορές σε αυτά τα χρόνια της «διαπραγμάτευσης» που, πίσω από τις κλειστές πόρτες, στελέχη της ελληνικής πλευράς εύχονταν το ΔΝΤ να υπερίσχυε των γερμανών στις ουκ ολίγες εσωτερικές κόντρες των δανειστών μας.

Αν φύγει μόνον το ΔΝΤ, όλα αυτά, πρέπει κανείς να μην το ξεχνά, θα συμβούν χωρίς να υπάρξει καμία ουσιαστική αλλαγή των πραγματικών όρων κηδεμονίας της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής.

Τότε, απολύτως τίποτα δεν θα αλλάξει για την Ελλάδα προς το καλύτερο. Απλώς, η Γερμανία θα πάρει έτσι τον πλήρη έλεγχο. Δυστυχώς εμείς, για το Βερολίνο δουλεύουμε πάλι…

Οι δανειστές πρέπει να φύγουν, αλλά όλοι μαζί. Αλλιώς μπορεί τα πράγματα να καταστούν ακόμα πιο μονομερή, ακόμα χειρότερα για τη χώρα.

Μία αποχώρηση του ΔΝΤ αλλά μόνον αυτού, ασφαλώς μπορεί να είναι χρήσιμη για τις φιέστες μιας κυβέρνησης απελπισμένης που πιθανότατα σύντομα θα αναγκαστεί να πάει σε εκλογές υπό δραματικές για την ίδια συνθήκες.

Ομως, μπορεί, όπως όλα αυτά σχεδιάζονται, δηλαδή στο πόδι και με αλλότρια κίνητρα, να αποδειχθούν τελικά μοιραίοι ερασιτεχνισμοί εις βάρος της Ελλάδας.

Ικανοί να αφανίσουν και τις τελευταίες ελπίδες ανάταξης μιας χώρας που πνίγεται για τα καλά σε ένα χρέος, από το οποίο το Βερολίνο τελικά δεν θα της επιτρέψει να ξεφύγει.