Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, όπως τον προσδιόρισε και τον οριοθέτησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την ομιλία του στο πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, τον Μάιο του 1979, αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό στην Ελλάδα. Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός του Κωνσταντίνου Καραμανλή απετέλεσε και αποτελεί την απαρασάλευτη ιδεολογική σταθερά της φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράταξης, γιατί αποτυπώνει τις βασικές συντεταγμένες της Νέας Δημοκρατίας, ως παράταξης ταγμένης στην υπηρεσία της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του έθνους και του λαού.
Η παρέλευση τριάντα πέντε χρόνων από τη διατύπωση των αρχών και θέσεων του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, χωρίς να αναιρεί τα διαχρονικά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά του και χωρίς να θέτει σε αμφισβήτηση τις κύριες κατευθύνσεις του, εγείρει την ανάγκη επικαιροποίησης κάποιων από τις επί μέρους θέσεις του, προκειμένου να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις και ζητούμενα σε εθνική αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός είναι ανθρωποκεντρικός και χαρακτηρίζεται από την πίστη του στην ελευθερία, την αλληλεγγύη και τη δημοκρατία. Επιδιώκει την κατάλυση δεσμεύσεων και εξαρτήσεων που δρουν ανασχετικά στη δημιουργικότητα του ατόμου.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός αποδέχεται τις συλλογικές ταυτότητες, όπως αυτή του έθνους-κράτους και των διακρατικών οντοτήτων, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, γιατί παρέχουν στο άτομο ένα στέρεο πλαίσιο αναφοράς, για να δράσει και να αποφασίσει με συνείδηση αποστολής και με αίσθηση προοπτικής.
Η δημοκρατία κατά τον κοινωνικό φιλελευθερισμό είναι το μόνο πολίτευμα που ταιριάζει σε ελεύθερους ανθρώπους, καθώς κατοχυρώνει τον ελεύθερο λόγο, θεσμοθετεί τον διάλογο και διασφαλίζει το δικαίωμα της ορθολογικής επιλογής στους πολίτες.
Η βαθιά πίστη του κοινωνικού φιλελευθερισμού στη δημοκρατία τροφοδοτεί την αποστροφή του σε κάθε είδους μεσσιανισμό, που με την επίκληση υπαρκτών ή ανύπαρκτων ηγετικών χαρισμάτων επιβάλλει στην κοινωνία επιλογές παρακάμπτοντας θεσμούς και τη στοιχειώδη δημοκρατική υποχρέωση της δημόσιας κριτικής και της κοινωνικής λογοδοσίας.
Η ανεκτικότητα και ο διάλογος αποτελούν συστατικά στοιχεία του κοινωνικού φιλελευθερισμού, καθώς η αντίθετη άποψη αντιμετωπίζεται ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής διαδικασίας, που γονιμοποιεί τον πολιτικό διάλογο και επιτρέπει τη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας και της κοινωνίας. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός κατατείνει στην προαγωγή της πολυφωνίας και απορρίπτει τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου και την ισοπεδωτική κριτική.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός βασίζεται όχι μόνο στην ισότητα αλλά και στη διαφορετικότητα, καθώς δέχεται ότι κάθε άνθρωπος διαφέρει στην προσωπικότητα, στα χαρίσματα, στις ικανότητες και στις επιδιώξεις. Στηρίζει κάθε προσπάθεια για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, για την απελευθέρωση των δημιουργικών του δυνάμεων από κάθε είδους δεσμεύσεις και για τη διαρκή διεύρυνση των δυνατοτήτων επιλογής του.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός δεν είναι μια αστική ή άλλης μορφής ταξική ιδεολογία, δεν εκφράζει και δεν υπηρετεί τα συμφέροντα μιας κοινωνικής τάξης, δεν έχει εξαρτήσεις από οποιουδήποτε τύπου οικονομικά συμφέροντα ή συντεχνίες. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός απευθύνεται στο σύνολο των πολιτών (αγρότες, εργαζομένους, εμπόρους, επαγγελματίες, επιχειρηματίες, επιστήμονες κ.ά.) που συμμερίζονται το όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας με αλληλεγγύη, που αξιοποιεί τη δημιουργικότητα του ατόμου για να μεγιστοποιήσει τη συνολική κοινωνική ευημερία.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός τάσσεται υπέρ της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, επειδή αυτή αξιοποιεί, με κύριο μοχλό την ιδιωτική πρωτοβουλία, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους διαθέσιμους παραγωγικούς συντελεστές επιτυγχάνοντας τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητάς τους και τη διαρκή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κοινωνικού συνόλου.
Ταυτόχρονα όμως ο κοινωνικός φιλελευθερισμός τάσσεται υπέρ της αναγκαιότητας της ρυθμιστικής κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Η παρέμβαση αυτή επιβάλλεται όχι για να αναδειχθεί το κράτος σε παραγωγό αγαθών ή σε επιχειρηματία αλλά για να συμβάλει στην άρση και την άμβλυνση των ατελειών και αδυναμιών που παρουσιάζονται κατά τη λειτουργία της αγοράς, καθώς επίσης για να εξισορροπεί τις κοινωνικές ανισότητες.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός πρεσβεύει πως η κοινωνική δικαιοσύνη δεν επιτυγχάνεται μέσα από ισοπεδωτικές κρατικές επεμβάσεις αλλά με την προληπτική και συστηματική δράση για τη δημιουργία συνθηκών κοινωνικής ασφάλειας και πρόνοιας. Δεν περιορίζεται στην εκ των υστέρων προστασία όσων έχουν ανάγκη, αλλά αποδίδει μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία ίσων ευκαιριών προς όλους.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός βασίζεται στην πεποίθηση ότι στο πλαίσιο της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και της σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας η ύπαρξη μιας μορφωμένης κοινωνίας πολιτών αποτελεί προαπαιτούμενο για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Διότι μόνο όταν είναι το άτομο σε θέση να καταλάβει και να ερμηνεύσει το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει, μπορεί να συμμετάσχει υπεύθυνα στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων που αφορούν το ίδιο και την κοινωνία. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός αναγνωρίζει ότι μία από τις θεμελιωδέστερες υποχρεώσεις της δημοκρατικής πολιτείας είναι η εξασφάλιση προς όλους τους πολίτες της πρόσβασης σε ένα ανοιχτό, υψηλής στάθμης, σύγχρονο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ταυτόχρονα όμως ο κοινωνικός φιλελευθερισμός δεν αποκλείει και την ύπαρξη ακαδημαϊκά αξιόπιστων ιδιωτικών φορέων παροχής εκπαίδευσης.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός με την ιδεολογική του ευρύτητα μπορεί να αποτελέσει το σημείο σύγκλισης πολιτών από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες και ιδεολογικές προελεύσεις αποτελώντας τη στέρεα βάση έκφρασης μιας νέας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας για τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανοιχτή κοινωνία.
Η λύση στο σημερινό ελληνικό πρόβλημα μπορεί να είναι μόνο φιλελεύθερη. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός συνδυάζει την ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη. Σέβεται το δικαίωμα στη διαφορά λαμβάνοντας υπόψη την ηθική δέσμευση για αλληλεγγύη. Δίνει έμφαση στην ανάγκη πραγματοποίησης εκσυγχρονιστικών τομών, χωρίς να ισοπεδώνει τα στοιχεία εκείνα της παράδοσης που έχουν αποδειχθεί ανθεκτικά στον χρόνο. Απαντά με τον καλύτερο τρόπο στα ζητούμενα του σήμερα και προσδίδει μορφή και περιεχόμενο στην ελπίδα για το αύριο.
Ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής των Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και βουλευτής Α’ Πειραιά της ΝΔ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ