Η ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) στις 28 Σεπτεμβρίου 1974 παρουσίαζε ό,τι υποδήλωνε το όνομά της: προτεραιότητα του νέου κόμματος αποτελούσε η «θεμελίωση αληθινής και σύγχρονης δημοκρατίας». Κατά τον ιδρυτή της, Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήταν μοναδική ευκαιρία να επιλυθεί το έλλειμμα δημοκρατικών θεσμών και δημοκρατικής νοοτροπίας, που προκαλούσε θεμελιώδη κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Σε αντίθεση με το ΠαΣοΚ, το κόμμα δεν αυτοαποκλήθηκε κίνημα και δεν αποκήρυξε το παρελθόν. Υποσχόταν αποκατάσταση του πολιτεύματος, όχι ρήξη με την πολιτική προ της δικτατορίας. Ομοίως, επιβεβαίωσε τον δυτικό προσανατολισμό –παρά την αποχή από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974-1980) –ενώ, ταυτόχρονα, επεδίωξε την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες για να εκσυγχρονιστεί και να ενδυναμωθεί διεθνώς η χώρα. Οικονομία και δημόσια διοίκηση ακολούθησαν πάγιες δομές, υποστηριζόμενες, πια, από ένα ευρύτερο πλέγμα λογοδοσίας και κοινωνικής προστασίας. Η νομιμοποίηση της Αριστεράς διάβρωσε την «αντικομμουνιστική» εθνικοφροσύνη και πρακτικές αυθαιρεσίας ή αποκλεισμού.
Η ΝΔ δεν ήταν απλή συνέχεια της ΕΡΕ. Μολονότι οι περισσότεροι πολιτευτές της προσχώρησαν στο κόμμα, ορισμένοι παλαιοί πρωταγωνιστές δεν συνέχισαν, ενώ αναδείχθηκαν νεότεροι και διακεκριμένες προσωπικότητες –βοηθούντος του καινοτόμου ψηφοδελτίου επικρατείας. Ως ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματος ορίστηκε ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», μείγμα φιλελεύθερης δημοκρατίας και κοινωνικής μεταρρύθμισης.
Με αυτά τα εφόδια η ΝΔ κατάφερε να κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική της δεκαετίας του 1970. Παρ’ όλα αυτά, η ήττα από το ΠαΣοΚ το 1981 ήταν αναπόφευκτη δυνάμει του ευρύτατου αιτήματος για κυβερνητική εναλλαγή και της ριζοσπαστικότητας του μηνύματος που εκόμιζαν οι σοσιαλιστές –όπως και αλλού στην Ευρώπη. Η ένταξη στις Κοινότητες και η μετάβαση του Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας έκαναν εξάλλου σχετικά ασφαλή την επιλογή της «συγκατοίκησης».
Τότε φάνηκε η σημασία που είχε για τη ΝΔ να κερδίσει το Κέντρο, δηλαδή τα πολιτικά μετριοπαθή κοινωνικά και οικονομικά στρώματα που ζητούσαν μεταρρύθμιση χωρίς ανατροπή, στρώματα διαρκώς μεγεθυνόμενα λόγω της σταθερότητας και της ευημερίας που είχε γεννήσει η δημοκρατία. Η εντυπωσιακότερη πολιτική κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση είχε γίνει ήδη το 1978 με την ενσωμάτωση και υπουργοποίηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη –κόντρα στις νωπές ακόμα μνήμες από τον αντικαραμανλικό «ανένδοτο αγώνα» (1961-1963). Στόχος ήταν να ενοποιηθούν οι φιλοδυτικές, φιλοευρωπαϊκές απέναντι όχι μόνο στην κεντροαριστερή αντιπολίτευση, αλλά και τη συντηρητική Δεξιά που είχε συμμετάσχει αυτόνομα στις εκλογές του 1977.
Ωστόσο, το κεντρώο άνοιγμα έμεινε μετέωρο μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες της περιόδου 1980-1984. Παίρνοντας τη σκυτάλη από τη βραχύβια αλλά εξισορροπητική προεδρία του Γεωργίου Ράλλη, ο Ευάγγελος Αβέρωφ προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τις κομματικές δομές με έμφαση στη νεολαία. Αλλά δεν αρκούσε έναντι ενός ΠαΣοΚ που σάρωνε με ανατροπές όλους τους τομείς, ενώ η ΝΔ συχνά αυτοαπομονωνόταν σε μεταπολεμικά συντηρητικά στερεότυπα, όπως π.χ. συνέβη με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
Επί της αρχηγίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πολιτικός λόγος και πολιτικό προσωπικό απέκτησαν φιλελεύθερη κατεύθυνση, ενώ προετοιμάστηκε το έδαφος για τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες. Σε αυτή την προεργασία βασίστηκε η συνεργασία με την Αριστερά το 1989/90 –με καίρια συμβολή του Παύλου Μπακογιάννη –που έσπασε ένα μεταπολεμικό «ταμπού» σιωπηρά υιοθετημένο και μετά τη Μεταπολίτευση.
Η ΝΔ κυβέρνησε στα τρία πρώτα χρόνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η οριακότητα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως και η ρευστότητα του διεθνούς περιβάλλοντος, ιδιαίτερα των Βαλκανίων, σημάδεψαν έντονα την κομματική μνήμη επιτείνοντας τον κίνδυνο αποδιοργάνωσης κατά την αρχηγία του Μιλτιάδη Εβερτ. Πρόσθετη πίεση ασκούσε η ταυτόχρονη στροφή του ΠαΣοΚ σε φιλοευρωπαϊκές, φιλελεύθερες θέσεις.
Επί της προεδρίας του Κώστα Καραμανλή επετεύχθη, για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1970, σχεδόν αδιατάρακτη κομματική ενότητα βάσει ενός μοντέρνου φιλελεύθερου πολιτικού προγράμματος με πυρήνα ένα εύληπτο, ευρέως αποδεκτό αίτημα: την «επανίδρυση» του κράτους, ουσιαστικά μια δεύτερη αποκατάσταση των θεσμών της Μεταπολίτευσης. Η αλλαγή του 2004 συγκέντρωσε ευρύτατη κοινωνική συναίνεση στον «μεσαίο χώρο», που υπερέβαινε κατά πολύ τη συνήθη εκλογική επιρροή της.
Οπως συνήθως συμβαίνει, η πραγματική διακυβέρνηση έδειξε τις δυνατότητες και τα όρια της διακηρυγμένης «επανίδρυσης». Η παγκόσμια οικονομική κρίση ανέδειξε βίαια το χρόνιο έλλειμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η απόσταση μεταξύ προθέσεων και αποτελέσματος, μεταρρυθμιστικού λόγου και ανοχής της παρακμής συρρίκνωσε εκλογικά τη ΝΔ το 2009, ενώ –βαθύτερα, ίσως –έπληξε το ΠαΣοΚ στις δραματικές εξελίξεις των ετών 2011-2012. Αλλά το ηθικό κόστος για τη ΝΔ φάνηκε μεγαλύτερο επειδή της καταλογίστηκε συνενοχή στον λαϊκισμό και την αναξιοκρατία που επί δεκαετίες καταδίκαζε. Η υποστήριξη διαρθρωτικών αλλαγών υπό τη σκιά της κρίσης ήταν η μόνη συνεπής με την ιστορία της ΝΔ επιλογή για την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Για τον λόγο αυτόν η ΝΔ έσωσε προς το παρόν τη συνοχή της.
Η μεταρρύθμιση κράτους και οικονομίας με μια μακροπρόθεσμη πολιτική λογική και όχι χάριν προσωρινών οικονομικών στόχων φαίνεται να αποτελεί κύρια νομιμοποιητική βάση για το μέλλον της σημερινής Κεντροδεξιάς. Η επιλογή αυτή αφορά άμεσα το μέλλον της χώρας, αφού παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη η ιστορική θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή: ότι η αυθεντική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών κάνει την πραγματική διαφορά ανάμεσα στην ανάπτυξη και την υπανάπτυξη.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ