Ο Σεπτέμβριος οσονούπω εκπνέει και ο επερχόμενος Οκτώβριος (επιβαρυμένος συνήθως φωνητικά στο εσωτερικό του με ένα μ μεταξύ ω και β) ήδη εισπνέει, για να πάρει τον πρώτο αέρα του. Σ’ αυτό το διήμερο κενό επιχειρείται η μετάβαση από τον επικαιρικό στον ανεπίκαιρο λόγο: σκόπιμη δηλαδή απόδραση από τον επίκεντρο στον απόκεντρο χώρο και χρόνο, προς συμπλήρωση και αναπλήρωση ενός επίμαχου θέματος, που το άφησα να κρέμεται ασυμπλήρωτο εδώ και έναν μήνα. Αφορά στις αμφίβολες συναλλαγές μεταξύ ποίησης και μετάφρασης, που ευνοούν ίσως την αντιστροφή των δύο όρων, με αποτέλεσμα η μετάφραση της ποίησης να μπορεί να νοηθεί και ως ποίηση της μετάφρασης. Αυτή τη λόξα υπερασπίστηκα στο μονοτονικό της τελευταίας μέρας του Αυγούστου με πέντε παραδείγματα, τα οποία πρότεινα να θεωρηθούν υποδείγματα.
Πρόκειται για πέντε επώνυμες μεταφράσεις, οι οποίες τιμούν κατά τη γνώμη μου τη μεταφραστική μας επίδοση. Θυμίζω, συνθηματικά πάλι, τα συστατικά τους στοιχεία: ο Γιώργος Κοροπούλης μεταφράζει τις Πέτρινες Ρίμες του Δάντη, η Λένια Ζαφειροπούλου 45 από 450 σονέτα του Σαίξπηρ, η Μαρία Τοπάλη κάποια από τα Σονέτα στον Ορφέα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Χάρης Βλαβιανός και ο Γιάννης Δούκας Ερωτικά Ποιήματα του Κάμμινγκς και ο Χριστόφορος Λιοντάκης 6 συν 9 ποιήματα (μοιρασμένα στις ενότητες «Αφιέρωση» και «Αντιπλάτων») και τους αποκαλυπτικούς «Τάφους της Ραβέννας» του Υβ Μπονφουά, με τον επίτιτλο Η αποθέωση του πραγματικού. Τα δύο πρώτα υποδείγματα τα συνέστησα ήδη με τον τρόπο μου. Σήμερα στοιχειωδώς συζητούνται τα Σονέτα στον Ορφέα –τα δύο υπόλοιπα επιφυλάσσονται για την άλλη Κυριακή.
Μεσολαβούν λίγα λόγια για τον τρίδιπλο τίτλο του σημερινού μονοτονικού, για να μη μείνει μετέωρος. Οι «όροι» παραπέμπουν στις συχνές μετονομασίες της μετάφρασης που κυκλοφορούν ευρέως και, κατά την εκτίμησή μου, εμπρόθετα ή απρόθετα, την παραμορφώνουν. Δεν θα επιμείνω, θεωρώντας ότι ο απλός και σαφής όρος «μετάφραση» φτάνει και περισσεύει, υπονοώντας ότι κοιτίδα της μετάφρασης είναι η «φράση», ως αρχική διατύπωση ενός ανοιχτού νοήματος, η οποία ευνοεί, αν δεν απαιτεί, τη «μετάφρασή» του.
Τα «όρια» εξάλλου (ο δεύτερος όρος του τρίπτυχου) δείχνουν ως πού μπορεί να φτάσει η μετάφραση, σε σχέση με την υποκείμενη φράση της, χωρίς να την αναιρεί. Τέλος, οι ορισμοί (παρεπόμενοι και όχι προηγούμενοι των όρων και των ορίων της), σκοπεύουν στην ανάδειξη του εύρους και του βάθους της μετάφρασης, τόσο από ποσοτική όσο (και προπαντός) από ποιοτική άποψη. Εδώ εξάλλου ανήκει η ομολογημένη ή ανομολόγητη ερώτηση για τη διαβάθμιση κάθε φορά μιας συγκεκριμένης μετάφρασης, που κινείται στην αξιολογική κλίμακα από την ανεπάρκεια στην επάρκεια, από την κακή στην καλή, από την ελαττωματική στην άρτια, από τη μέτρια στην εξαιρετική μετάφραση.
Μια που μπήκα όμως στον χορό ως φανατικός ασκητής της (εδώ και έναν χρόνο βασανίζομαι με τη μετάφραση της σοφόκλειας «Αντιγόνης», πλησιάζοντας στην Εξοδό της), τολμώ να πω απερίφραστα (και ίσως απλοϊκά) ποιος τύπος και τρόπος μετάφρασης είναι ή δεν είναι της προτίμησής μου. Αντιπαθώ λόγου χάριν τις μεταφράσεις που μυρίζουν αυταρέσκεια. Προτιμώ τις μεταφράσεις όπου ο μεταφραστής καθ’ οδόν αποσύρεται προς όφελος του μεταφραζόμενου κειμένου, χωρίς να αποκρύβει τα αναπόφευκτα ελλείμματά του. Θαυμάζω τις μεταφράσεις που έχουν αποβάλει το ζόρι τους, ώστε να αποβαίνει το μετάφρασμα όσο γίνεται πιο φυσικό και προπαντός μεταδόσιμο: να χαρίζεται δηλαδή στον αναγνώστη.
Με αυτούς τους όρους αντιγράφω, σχεδόν στην τύχη, ένα από τα Σονέτα στον Ορφέα του Ρίλκε στην αυταπαρνησιακή μετάφραση της Μαρίας Τοπάλη. Ακούστε προπαντός τη φωνή του. Είναι το σονέτο ΧΥΙΙ από το πρώτο μέρος:

Είμαστε αυτοί που περνούν. / Μα του χρόνου το βήμα / λεπτομέρεια μικρή / σ’ ό,τι πάντα διαρκεί. // Ο,τι περνά βιαστικά / πες πως έφυγε, πάει. / Γιατί βλέπεις ό,τι βραδύνει, / μας μυεί μοναχά. // Αγόρια, ώ βάλτε το θάρρος σας / όχι στη βιάση, όχι στην πτήση. // Ξεκουράζονται όλα: / σκοτάδι και φως, / βιβλίο κι ανθός.
Υπολείπονται κάμποσα ρέστα της ακανόνιστης αυτής σύστασης, που υπόσχομαι να μην αργήσουν αυτή τη φορά. Προς το παρόν μια φράση ομολογίας του ίδιου του Ρίλκε για τα τελεσίδικα αυτά ορφικά σονέτα, απόσταγμα ποιητικής ζωής. Προέρχεται από γράμμα του ποιητή στον Βίτολτ Χούλεβιτς (1895-1941): «…προηγήθηκαν τα Σονέτα στον Ορφέα, που δεν ήταν στο πρόγραμμά μου, αλλά μέσα σε λίγες μέρες με κατέκλυσαν σαν θύελλα. Προέρχονται, δίχως άλλο, από την ίδια γέννα με τις Ελεγείες, και το γεγονός ότι ξεφύτρωσαν ξαφνικά, χωρίς τη θέλησή μου, σε συνάρτηση με τον πρόωρο θάνατο ενός κοριτσιού, τα φέρνει ακόμα πιο κοντά στην πηγή της προέλευσής τους».
Αυτά για σήμερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ