Είναι αλήθεια, αρκετοί άνθρωποι νιώθουν «αυτοκόλλητοι» με κάποιον χώρο στον οποίο υπάρχουν μεν αλλά που δεν τους ανήκει. Μόνο και μόνο επειδή η συνύπαρξή τους σε αυτόν τον χώρο κρατά χρόνια, τον νιώθουν δικό τους. Πρόκειται φυσικά για μια ψευδαίσθηση και όταν κάποια στιγμή (ο μη γένοιτο!) έρχεται η στιγμή της «αποκόλλησης», αυτοί οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά να χάσουν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους, απλώς και μόνο από το σοκ.
Η Νάντια (Μαρία Καλλιμάνη) δεν ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους. Η κεντρική ηρωίδα της θαυμάσιας ταινίας του γερμανοτραφούς έλληνα σκηνοθέτη Αθανάσιου Καρανικόλα γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει αξιοπρέπεια, όπως επίσης γνωρίζει ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να φτύσεις το χέρι που σε έχει ταΐσει. Ακόμη και αν αυτό το χέρι φτάσει στο σημείο να πει «ένα χιλιάρικο τον μήνα λιγότερα έξοδα για εμένα», όπως ακριβώς λέει ο πάτερ φαμίλιας (Αλέξανδρος Λογοθέτης), στο σπίτι του οποίου η Γεωργιανή Νάντια εργαζόταν επί χρόνια.
Ολα αυτά συμβαίνουν «Στο σπίτι», μια πολύ έξυπνη ταινία, η οποία ίσως και να είναι ο πιο εύστοχος κινηματογραφικός σχολιασμός για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα που έχω δει ως τώρα. Δεν ουρλιάζει με το δάχτυλο υψωμένο σαν να κάνει κήρυγμα για όλα τα κακά του κόσμου παρά επιλέγει μια ήσυχη διαδρομή, η οποία μέσα από μικρές λεπτομέρειες αναδεικνύει μεγάλα προβλήματα. Δεν χρειάζονται υπερβολές για να φανεί ο μικροαστικός ρατσισμός του νεόπλουτου φίλου του ζευγαριού (Νίκος Γεωργάκης). Τι πιο ρατσιστικό από το να πει στη Νάντια «δεν μοιάζεις καθόλου με ξένη». Η πίεση που δέχεται ο σύζυγος στον δικό του επαγγελματικό περίγυρο φαίνεται στα αθόρυβα μικροξεσπάσματά του μέσα στο δικό του σπίτι, στο αγχωμένο και συγχρόνως αμήχανο ύφος του όταν λέει ότι έπρεπε να διώξει κι άλλον κόσμο. Είναι ένας άνθρωπος που ενώ δεν υπήρξε ποτέ κυνικός αναγκάστηκε να γίνει λόγω των συνθηκών τις οποίες δεν χρειάζεται να δούμε διότι ο Καρανικόλας μπορεί να μας κάνει να τις φανταστούμε.
Συγχρόνως κάνει πολύ όμορφο κινηματογράφο, μια ταινία που χαίρεσαι να κοιτάζεις είτε επειδή η «γεωγραφία» της πού και πού σου θυμίζει Μικελάντζελο Αντονιόνι, είτε επειδή η Καλλιμάνη (σε μια ερμηνεία που σίγουρα θα ζηλέψουν πολλές συνάδελφοί της) καταφέρνει να σε βάλει εντελώς μέσα στην ψυχή της Νάντιας παίζοντας κυρίως με το βλέμμα (η ηρωίδα μιλάει ελάχιστα). Η ηθοποιός αγγίζει υψηλά επίπεδα υποκριτικής ως το βασικό εργαλείο της αξιοθαύμαστα ψύχραιμης παρατηρητικότητας του Καρανικόλα, του οποίου η γερμανική εμπειρία (διαμένει στη Γερμανία), κάνει μπαμ από μίλια. Κτίζει έναν βουβό θρήνο που εισχωρεί στο μυαλό σου και δεν λέει να το αφήσει σε ησυχία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ