Αλυσοδεμένος στην κορυφή του Καυκάσου, θα νιώθει τον ήλιο να τον ψήνει καθημερινά. Ακινησία και μοναξιά, ένα μαρτύριο ατέλειωτο: αυτή την τιμωρία αποφάσισε ο Δίας για «τον πυρός κλέπτην» Προμηθέα, γιο της Γαίας και ενός Τιτάνα, που έδωσε στους θνητούς το δώρο της γνώσης, της τέχνης, του πολιτισμού.
«Ο,τι γνωρίζει ο άνθρωπος εγώ του το ‘χω μάθει» υποστηρίζει ο αιχμάλωτος ευεργέτης και απαριθμεί τους τρόπους με τους οποίους ωφέλησε τους θνητούς. Τους έδωσε την ομιλία, τη μνήμη, τη μέτρηση, τη γραφή. Τους έμαθε να ξεχωρίζουν τις εποχές, να χτίζουν σπίτια, να ζεύουν τα ζώα στον ζυγό, να χρησιμοποιούν φάρμακα. Τους δίδαξε τα μυστικά της μαντείας. Τους βοήθησε να βγουν από την πρωτόγονη κατάσταση ή, όπως το διατυπώνει ο Γιαν Κοτ στη «Θεοφαγία» του, να περάσουν «από το στάδιο του εντόμου στο στάδιο της νόησης». Και το σημαντικότερο ίσως όλων, τους βοήθησε να απελευθερωθούν από τον φόβο. «Τι φάρμακο επινόησες για μια τέτοια θεραπεία;» αναρωτιέται ο Χορός των Ωκεανίδων, που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στον πάσχοντα ήρωα. «Τυφλές ελπίδες φύτεψα στην καρδιά τους» απαντά εκείνος και ο Χορός επικροτεί. «Ο Προμηθέας κατόρθωσε οι άνθρωποι να ξεμάθουν τον φόβο, όχι όμως με τίμημα την άγνοια… Η τυφλή ελπίδα είναι μια καταστροφική φωτιά, το πικρό τίμημα της εξόδου από τη ζωώδη αθωότητα, είναι η οδυνηρή συνείδηση, ο πόνος που δεν έχει τέλος» συνεχίζει ο Κοτ.
Πράγματι, η Ιώ, η μόνη θνητή που επισκέπτεται τον ήρωα στον τόπο του μαρτυρίου του, ζητάει να μάθει όλη την αλήθεια για το μέλλον της. Κι αν ο Προμηθέας –που γνωρίζει όλα όσα πρόκειται να συμβούν –διστάζει προς στιγμήν, εκείνη επιμένει να μην της αποκρύψει τα δυσάρεστα. Η κατάστασή της είναι εξίσου αβάσταχτη με τη δική του.

Εχοντας αρνηθεί τον έρωτα του Δία, διασχίζει πόλεις, ποτάμια, βουνά, κατατρεγμένη από τη ζηλιάρα Ηρα και από την αόρατη αλογόμυγα –τη «μάστιγα του θεού» –που τη δαγκώνει και τη γεμίζει με ένα ανεξήγητο, παράφορο, οδυνηρό πάθος. Αν ο Προμηθέας, κατά τον Κοτ, είναι συνείδηση και ευφυΐα, η Ιώ, μεταμορφωμένη από τον Δία σε αγελάδα, είναι όλη σώμα. Αν ο πρώτος μένει ακίνητος από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή, η δεύτερη δεν μπορεί να σταθεί ήσυχη ούτε στιγμή. Από την απόλυτη στάση στην αέναη κίνηση, υπάρχει πάραυτα κάτι που τους ενώνει βαθιά: η άρνησή τους να υποταχθούν στην τυραννική θέληση του Δία. Ο Προμηθέας εκφράζεται απερίφραστα ενώπιον του μεσολαβητή Ερμή: «Με δυο λόγια, μισώ τους θεούς όλους / όσους είδαν από μένα καλό κι έτσι άδικα μου το ξεπληρώνουν». «Σε καμιά άλλη ελληνική τραγωδία δεν γίνεται τόσο μανιασμένη, βίαιη επίθεση ενάντια στην εξουσία, με τη διπλή της έννοια: την εξουσία των θεών και την εγκόσμια αυταρχική εξουσία» παρατηρεί ο Κοτ.

Δεν γνωρίζω και ούτε μπορώ να αντιληφθώ πώς είναι δυνατόν για έναν σκηνοθέτη που έχει διαβάσει το έργο του Αισχύλου να μείνει τόσο προσηλωμένος σε ανούσια ευρήματα τα οποία δυναμιτίζουν τις προοπτικές της παράστασής του. Τι στάθηκε τόσο γοητευτικό στην ιδέα των «διπλών» –μια σκηνική συνθήκη σύμφωνα με την οποία ο κάθε ρόλος ενσαρκώνεται από δύο ηθοποιούς, που λειτουργούν, λίγο ή πολύ, σαν σιαμαίοι –ώστε αρνήθηκε πεισματικά ο σκηνοθέτης να την εγκαταλείψει, ακόμη κι όταν έγινε φανερό ότι απλούστατα δεν λειτουργεί;
Αφέλεια και «αυτιστικά» πειράματα… Ο λόγος τεμαχίζεται σε εκατοντάδες μικροσκοπικά κομμάτια, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη την παρακολούθηση των νοημάτων και της δράσης. Σαν να μην ήταν αρκετό αυτό το βασανιστήριο, η κάθε φράση, η κάθε λέξη («φλόγα», «εδώ», «όχι», «μυαλό», παρθενιά», «ψηλά» κ.ο.κ.) συνοδεύεται από την αυτονόητη, απλουστευτική «εικονογράφησή» της. Ή αλλιώς, πότε από το τράνταγμα του δείκτη, πότε από το χτύπημα του δαπέδου και πότε από την επίδειξη της αντεστραμμένης υπερυψωμένης παλάμης προς τη μαύρη κουρτίνα –για λόγους έμφασης.
Παρά τον φαινομενικό «πολλαπλασιασμό» τους, οι ήρωες συρρικνώνονται τελικά σε ακαθόριστες οντότητες. Ποτέ δεν καταλαβαίνουμε π.χ. για ποιους λόγους η έρμη η Ιώ παίρνει τη μορφή δίδυμων σκανταλιάρικων κοριτσιών με φουστίτσες, πλεξούδες και φωνούλες, που μοιάζουν να το έσκασαν από το πλησιέστερο ορφανοτροφείο. Αν έχει ορισθεί ως στόχος η αποστασιοποίηση και ο εξορκισμός της οποιασδήποτε ταύτισης μέσα από μια αποδομητική ελαφρότητα, τότε το αποτέλεσμα παρουσιάζει αποπροσανατολισμένες καρικατούρες που καταφεύγουν στον φαρσικό κινησιολογικό κώδικα προκειμένου να βρουν ανακούφιση από τη σύγχυσή τους. Δυστυχώς, η ενέργεια μένει εγκλωβισμένη εντός του δικού τους μικρού κύκλου, σαν τόπι που πετιέται από τον έναν ηθοποιό στον άλλον αλλά ποτέ προς το μέρος των θεατών.
Μοναδική θετική έκπληξη, το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη: κάτοχος ανεξιχνίαστων μυστικών, το γιγάντιο σιωπηλό ξόανο που κείται σαν ανθρώπινο βουνό στο πάτωμα, αποδεικνύεται το μόνο που παρακινεί τη φαντασία και τις αισθήσεις μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ