Ο παγκοσμίου φήμης φυσικός Stephen Hawking έχει πει ότι, αν θέλει κάποιος να λάβει τις σωστές απαντήσεις, πρέπει πρώτα να θέσει τις σωστές ερωτήσεις. Στη χώρα μας, οι περισσότεροι αρνούμαστε πεισματικά να κάνουμε κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα όσον αφορά στην οικονομία. Ας μας επιτραπεί λοιπόν να θέσουμε κάποιες εύλογες – κατά την άποψη μας – ερωτήσεις, και, στη συνέχεια, να προσπαθήσουμε να τις απαντήσουμε.
Πρώτο ερώτημα: Τι είναι αυτό που προκάλεσε την οικονομική κρίση στη χώρα μας; Αν λάβουμε υπόψη μας τα περισσότερα μέσα μαζικής επικοινωνίας και την πλειοψηφία των πολιτικών μας (ακόμα και εκείνων της συμπολίτευσης), την κρίση την έχει προκαλέσει η λάθος οικονομική πολιτική των τελευταίων ετών μετά το 2009. Δεν είναι όμως έτσι. Η κρίση οφείλεται σε χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, καθώς επίσης και στον υπερδανεισμό των προηγούμενων δεκαετιών, ιδιαίτερα από τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, γεγονός που οδήγησε τη χώρα σε πτώχευση. Το μείγμα της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών δεν είναι το καλύτερο δυνατό και έχει επιδεινώσει την ύφεση (βλέπε παρακάτω), αλλά δεν είναι αυτό που προκάλεσε την κρίση. Η κρίση της χώρας μας είναι κυρίως απόρροια μυωπικής δημοσιονομικής συμπεριφοράς που πήρε τα χαρακτηριστικά του υπερδανεισμού. Η συμπεριφορά αυτή στόχευε στην επίτευξη προσωρινής και μη διατηρήσιμης ευημερίας και υπέκρυπτε εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων ή – στη καλύτερη περίπτωση – σηματοδοτούσε επίδειξη πολιτικής αδράνειας.
Δεύτερο ερώτημα: ήταν δυνατό να προβλεφθεί τη δεκαετία του 2000 αυτό που τελικά έγινε το 2009; Ναι. Η κακή εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών ήταν εμφανής και η αναπόφευκτη κρίση ήταν θέμα χρόνου και δυσμενούς συγκυρίας. Τα συνεχή ελλείμματα του κράτους ακόμα και σε έτη υψηλής οικονομικής ανάπτυξης (και άρα η συνεχής αύξηση του δημοσίου χρέους) και, κυρίως, τα συνεχή ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (που υποδείκνυαν ότι η χώρα «ζούσε πάνω από τις δυνατότητες της» και οδηγούσαν σε συνεχή αύξηση του δανεισμού από το εξωτερικό, ειδικά από τη πλευρά της κυβέρνησης και των νοικοκυριών) έδιναν σαφείς προειδοποιήσεις για την ανάγκη αλλαγής πορείας. Αλλά, ακόμα και σήμερα, που π.χ. ο δημόσιος τομέας έχει ουσιαστικά χρεοκοπήσει παρασέρνοντας μαζί του ολόκληρη την οικονομία, που η ανεργία είναι γύρω στο 30% με τα καλύτερα μυαλά της νέας γενιάς να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, και που οι τιμές των περισσοτέρων προϊόντων παραμένουν υψηλές παρόλο που το κόστος εργασίας έχει συρρικνωθεί δραματικά, δεν υπάρχει μια ανοικτή παραδοχή (πόσο μάλλον μια ουσιαστική συζήτηση) ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στο δημόσιο τομέα, την αγορά εργασίας και τις αγορές προϊόντων. Σύμφωνα με στοιχεία, η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρωζώνης που επιθυμεί λιγότερο τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Τρίτο ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν, από το 2009 και μετά, τα παραπάνω δύο ελλείμματα δεν χρηματοδοτούνταν από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ; Αρκετοί άνθρωποι στο Νότο της Ευρώπης φαίνεται να πιστεύουν ότι το αντίθετο θα σήμαινε «αυτάρκεια» και ότι αυτή η αυτάρκεια θα ήταν εθνικά ωφέλιμη. Όμως, αν δεν υπήρχε η διεθνής βοήθεια (bail out) θα ήμασταν αναγκασμένοι να προχωρήσουμε στη λήψη μιας σειράς μέτρων. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να μηδενίσουμε άμεσα και στιγμιαία τα παραπάνω δύο ελλείμματα για να μην έχουμε ανάγκη νέου δανεισμού, να προχωρήσουμε σε μονομερή διαγραφή χρέους, να εγκαταλείψουμε άτακτα το ευρώ και να τυπώσουμε νέο εθνικό νόμισμα (πως θα πληρωνόντουσαν διαφορετικά π.χ. οι άνθρωποι που εργάζονται στο δημόσιο τομέα;) κάνοντας ταυτόχρονα και μια μεγάλη υποτίμηση αυτού του νέου αδύνατου νομίσματος, κλπ. Τέτοιες εξελίξεις (ιδιαίτερα όταν γίνονται άτακτα και υπό πίεση από τις αγορές) σε μία οικονομία χωρίς ισχυρά θεσμικά υπόβαθρα, όπως είναι η ελληνική, θα οδηγούσαν σε τραπεζική φυγή και πανικό και ότι αυτά συνεπάγονται, απότομη μείωση των εισαγωγών και άρα έλλειψη ακόμα και βασικών εισαγομένων αγαθών όπως το πετρέλαιο, υπερπληθωρισμό και απότομη μείωση της πραγματικής αξίας των μισθών και των τραπεζικών καταθέσεων, απομόνωση από τις διεθνείς αγορές για κάποια χρόνια, ανασφάλεια που θα οδηγούσε και σε μείωση του τουρισμού, διεθνή απομόνωση και έλλειψη τεχνογνωσίας, κλπ. Πέρα ωστόσο από αυτά τα έντονα βραχυχρόνια προβλήματα, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι «αυτάρκεια» σημαίνει στην ουσία κλειστή οικονομία, και ότι οι κλειστές οικονομίες είναι παγιδευμένες σε χρόνια υπανάπτυξη.
Τέταρτο ερώτημα: με δεδομένα τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί το 2009, έγινε το καλύτερο δυνατό; Όχι. Το μείγμα της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών (είτε αποφασίστηκε από τις Ελληνικές κυβερνήσεις είτε από την Τρόικα) δεν είναι σωστό από μακροοικονομική άποψη. Δεν είναι ούτε αναπτυξιακό, ούτε «κοινωνικό». Είναι κάτι ενδιάμεσο και οι ενδιάμεσες λύσεις δεν επιτυγχάνουν στην οικονομία, ιδιαίτερα αν αγνοούν τους βασικούς κανόνες της. Το μείγμα στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στους υπερβολικά υψηλούς φόρους, γεγονός το οποίο έδωσε τη χαριστική βολή στην οικονομία, σε μια οικονομία που ποτέ ουσιαστικά δεν κατάφερε να επιδείξει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από την μεταπολίτευση και μετά, με εξαίρεση τη δεκαετία του 2000 (που και αυτό έγινε λόγω της φούσκας δανεισμού). Το μείγμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης έπρεπε, αντίθετα, να στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στη μείωση των καταναλωτικών δαπανών και των δραστηριοτήτων του δημοσίου, σε αύξηση των φόρων κατανάλωσης και σε διεύρυνση της φορολογικής και εισπρακτικής βάσης του δημοσίου (αυτά είναι δυστυχώς αναγκαία για τη μείωση του δημοσίου χρέους) με παράλληλη σημαντική μείωση της φορολογίας στα εισοδήματα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (αυτά είναι αναγκαία για τη τόνωση της οικονομίας, την αύξηση του ΑΕΠ και έτσι και την αύξηση της φορολογικής βάσης).
Πέμπτο ερώτημα: είναι τελικά καλή ιδέα το ενιαίο νόμισμα (ευρώ); Εδώ θα θέλαμε να μεταφέρουμε την απάντηση που δίνουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι στην ΕΕ, τουλάχιστον όταν εκφράζονται ανεπίσημα. Παρόλα τα οφέλη που μπορεί να έχει μια πληθωριστική χώρα – δηλαδή, μια χώρα που ήταν παγιδευμένη στο φαύλο κύκλο του πληθωρισμού και της υποτίμησης – από το ενιαίο νόμισμα, ο τρόπος που σχεδιάσθηκε το ευρώ ήταν τουλάχιστον ανεπαρκής (τόσο διαφορετικές χώρες, τόσο γρήγορα, χωρίς ουσιαστική σύγκλιση εκ των προτέρων, χωρίς ουσιαστικό συντονισμό δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών, κλήθηκαν να υιοθετήσουν ξαφνικά το ίδιο νόμισμα) αλλά, από την άλλη, με δεδομένο ότι σήμερα υπάρχει, θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, για μία χώρα σαν την σημερινή Ελλάδα, να αποχωρήσει από αυτό το σύστημα.
Έκτο ερώτημα: υπάρχουν, σήμερα, εύκολες λύσεις; Όχι. Με δεδομένη τη κατάσταση, η επιστροφή στην ανάπτυξη και τη σταθερότητα θα είναι αργή και επίπονη. Το χειρότερο όμως είναι ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορεί εύκολα να επιστρέψουμε πίσω στο 2012 και όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες να πάνε χαμένες. Και αυτή τη φορά η βοήθεια (έστω και αν συνοδεύεται με λανθασμένες οικονομικές συνταγές) από την ΕΕ και την ΕΚΤ θα είναι και αμφίβολη και μικρότερη, γιατί σήμερα ο φόβος της domino καταστροφής δεν είναι τόσο μεγάλος και γιατί η υπόλοιπη Ευρώπη έχει σιγά-σιγά αναρρώσει. Επίσης, οι σύμμαχοι μας στη ΕΕ μειώνονται συνεχώς, ακόμα και οι άνθρωποι που από τη παιδεία τους χαρακτηρίζονται ως φιλέλληνες. Και μια που μιλάμε για μαγικές λύσεις, είναι αξιοσημείωτο που πολλοί, όταν αναφέρονται στη κακή σημερινή κατάσταση, έχουν σαν σύγκριση, δηλαδή σαν σημείο αναφοράς, την κατάσταση της δεκαετίας του 2000. Αυτό δεν είναι σωστό. Όπως είπαμε, η ευημερία της δεκαετίας του 2000 ήταν εικονική και στηρίχθηκε στη φούσκα του δανεισμού.
Έβδομο ερώτημα: μπορεί η οικονομική πολιτική να βοηθήσει σε αυτή τη συγκυρία; Ναι. Μπορεί να συμβάλλει τόσο στην ανάπτυξη όσο και στην κοινωνική προστασία. Τα μακροοικονομικά υποδείγματα, που συνήθως χρησιμοποιούμε, μας λένε ότι οι διάφορες οικονομικές πολιτικές έχουν διαφορετικές συνέπειες (τόσο για το συνολικό προϊόν όσο και για τη διανομή του μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων), ιδιαίτερα βραχυχρόνια. Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, ένα προσεκτικά σχεδιασμένο μείγμα οικονομικής πολιτικής μπορεί να βοηθήσει την ανάπτυξη ακόμα και αν ταυτόχρονα σταθεροποιεί το δημόσιο χρέος. Αλλά, όσον αφορά στις δυνατότητες της οικονομικής πολιτικής γενικά, πρέπει να αντιληφθούμε ότι, ταυτόχρονα με τις πρωτογενείς ευεργετικές επιδράσεις της, υπάρχουν και δευτερογενείς που μπορεί και να ακυρώσουν τις πρώτες και που λειτουργούν μέσω των κινήτρων των ιδιωτικών φορέων για εργασία και επένδυση. Η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα συστηματικά αγνοεί τις δευτερογενείς επιδράσεις που έχει στα ιδιωτικά κίνητρα (αντίθετα θεωρεί τα κίνητρα αυτά σαν εξωγενή). Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η αύξηση των μη παραγωγικών δημοσίων δαπανών. Προφανώς, τονώνουν τη ζήτηση βραχυχρόνια και έτσι βοηθούν. Όμως, σε αυτή την συγκυρία που είμαστε, θα οδηγούσαν σε περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους, του φόβου εθνικής χρεωκοπίας και άρα και των επιτοκίων γενικότερα. Αυτό θα οδηγούσε σε περαιτέρω συρρίκνωση της ρευστότητας και της ιδιωτικής ζήτησης. Ένα άλλο επίκαιρο παράδειγμα στη χώρα μας είναι η χρήση και οι παρενέργειες των Ευρωπαϊκών κοινοτικών πόρων. Σε πολλές περιπτώσεις διαστρέβλωσαν, ή και κατέστρεψαν τελείως, τα κίνητρα για ατομική προσπάθεια. Ακόμα ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η αναδιανεμητική πολιτική. Οι εμπειρικές μελέτες μας λένε ότι αν δεν γίνεται με το σωστό τρόπο (π.χ. παροχή ίσων ευκαιριών για ξεκίνημα και στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες) οδηγεί σε διαστρέβλωση των κινήτρων και έτσι σε χειροτέρευση της εισοδηματικής ανισότητας.
Όγδοο ερώτημα: χρειάζεται αυτή τη δύσκολη ώρα (της βαθειάς ύφεσης) η δημοσιονομική σταθεροποίηση; Ναι. Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα του σήμερα, η ανάπτυξη – και άρα η μείωση της ανεργίας και η εύρεση πόρων για κοινωνικές παροχές στους οικονομικά ασθενέστερους – προϋποθέτει επενδύσεις και εισαγόμενη τεχνογνωσία, που δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ, όσο υπάρχει ο φόβος της ανοικτής και άτακτης εθνικής χρεωκοπίας, όσο υπάρχουν ασάφεια και συνεχείς αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική, όσο αναπαράγουμε έναν εχθρικό κρατικό τομέα και όσο κάθε ημέρα καταστρέφουμε αυτό που φτιάξαμε με κόπο χθες. Πριν είναι πολύ αργά, οι πολιτικοί ηγέτες μας επιβάλλεται να συζητήσουν και να συμφωνήσουν σε αυτά τα βασικά θέματα.
Ποια είναι τα πιο ουσιαστικά εμπόδια; Όπως μας λέει και η εμπειρία άλλων χωρών, η έλλειψη υγιών θεσμών και η άρνηση της πραγματικότητας. Χωρίς υγιείς θεσμούς, που να προστατεύουν διαχρονικά την εργασία, τον κόπο και τις επενδύσεις των εργατικών και συνεπών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με άλλα λόγια χωρίς κοινωνικό κεφάλαιο, δεν θα υπάρξουν επενδύσεις, και άρα ανάπτυξη και απασχόληση. Όσον αφορά στην αναγνώριση της πραγματικότητας, ας μας επιτραπεί να δανεισθούμε κάτι από ένα πρόσφατο αφιέρωμα στον ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη, ο οποίος επεσήμανε μια συμβουλή που είχε δώσει ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός. Ο Δ. Σ. είπε ότι «εθνικό είναι αυτό που είναι αληθές» αντιστρέφοντας την ελληνική πρακτική «ότι αληθές είναι ότι είναι εθνικό».
* Οι Γιώργος Οικονομίδης και Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι, αντίστοιχα, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.