Η ανακοίνωση του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για την ανοικοδόμηση της οικονομίας, παρά τις ανησυχίες που μπορεί να έχει κανείς σχετικά με τη δομή και τη χρηματοδότηση του προγράμματος, αποτελεί ένα τολμηρό βήμα από ένα κόμμα με μεγάλη πιθανότητα να αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας όταν γίνουν οι επόμενες εκλογές. Το λέω τολμηρό, διότι η ανακοίνωση ενός σχεδίου τόσο πολύπλευρου όσο αυτό καθιστά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντικείμενο τόσο δίκαιης όσο και επιπόλαιης κριτικής. Και, φυσικά, η κριτική έλαβε ήδη χώρα με σκόπιμη σπουδή.

Πιο σημαντικό, το πρόγραμμα που ανακοινώθηκε εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι η τρόικα εμφανίζεται διαιρεμένη όσον αφορά το θέμα της διαχείρισης του ελληνικού χρέους, καθώς το ΔΝΤ επιμένει σε μια σημαντική διαγραφή του ανεξόφλητου χρέους της χώρας σχετικά σύντομα, προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο. Η βιωσιμότητα του χρέους έχει εκτιμηθεί ότι θα επιτευχθεί όταν η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ φτάσει στο 124% το 2020. Γίνεται, επομένως, κατανοητό ότι η σημερινή αναλογία χρέους – ΑΕΠ πάνω από το 175% δεν θα βελτιωθεί με την τακτική της συνέχισης της κατάστασης «business as usual» – δηλαδή, δεν πρόκειται να μειωθεί το χρέος στην απαιτούμενη αναλογία προς το ΑΕΠ χωρίς γενναίο κούρεμα. Θα είναι, λοιπόν, ανόητο να μην υποστηριχθεί σθεναρά αυτός ο στόχος, και το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υποδηλώνει ότι αυτό είναι το πρώτο σημαντικό θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Αναγνωρίζεται, ωστόσο, ότι ακόμη και αν συμβεί αυτό, το υπόλοιπο του χρέους θα εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο, εκτός και αν πάρει μπρος ο κινητήρας της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη, βέβαια, δεν έρχεται από μόνη της, με αυτόματες διαδικασίες, ιδίως για μια χώρα που βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία 24 τρίμηνα και με τους πολίτες της να βιώνουν μια παρατεταμένη επιδείνωση των εισοδημάτων τους και του βιοτικού τους επιπέδου. Ακόμη και με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, η αποπληρωμή του χρέους μπορεί να γίνει εφικτή μόνο σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της οικονομίας, και αυτό που προτείνει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η εξυπηρέτηση του χρέους πρέπει να είναι εξαρτώμενη από την ανάπτυξη.

Η εμπειρία παγκοσμίως δείχνει ότι οι οικονομίες που βρίσκονται σε ύφεση εξαρτώνται καταλυτικά από την κρατική δαπάνη, την κρατική κατανάλωση και τις κρατικές επενδύσεις προκειμένου να παροτρυνθεί ο ιδιωτικός τομέας να προβεί σε επενδύσεις. Το οικονομικό μοντέλο Ρίγκαν – Θάτσερ του περιορισμένου δημόσιου τομέα γνώρισε θεαματική αποτυχία. Αντίθετα, το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει προτάσεις για τις δημόσιες δαπάνες μέσω πολιτικών και μέτρων που οδηγούν στην επανεκκίνηση της οικονομίας, επαναφέρουν τους ανέργους στην απασχόληση, παρέχουν τα βασικά για την αντιμετώπιση των ατόμων που έχουν βυθιστεί στη φτώχεια, αναδιαμορφώνουν τον φορολογικό κώδικα και τις κρατικές δαπάνες, αντιμετωπίζουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δημιουργούν μια εθνική αναπτυξιακή τράπεζα. Ολα αυτά μαζί λειτουργούν αθροιστικά και προσφέρουν την καλύτερη δυνατή ευκαιρία για να βγει η χώρα από τη σημερινή κατάσταση οικονομικής δυσφορίας.

Οπως είναι γνωστό, ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα συρρικνώνεται και η δημοσιονομική πολιτική στοχεύει στην παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος για την εξυπηρέτηση του εκκρεμούς χρέους. Οι δημόσιες δαπάνες του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει συνεπώς να προέλθουν από δύο πηγές: πρώτον, από την αναδιάταξη του χώρου της δημοσιονομικής πολιτικής και, δεύτερον, από τη στήριξη της ΕΕ μέσω των διαρθρωτικών και άλλων ταμείων που θα πρέπει να αναδιαμορφωθούν και να στοχεύουν στην επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, η οποία με τη σειρά της θα αυξήσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα, που αποτελούν κύριες συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης. Αυτό δεν είναι μόνο προς όφελος της Ελλάδας, αλλά και της ΕΕ γενικότερα.
Δεν θα αναφερθώ λεπτομερώς στις διάφορες προτάσεις του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς οι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας γνωρίζουν τόσο το περιεχόμενο όσο το κόστος που συνοδεύει τις εν λόγω προτάσεις. Ομως σχολιαστές έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ακρίβεια του κόστους των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και κατά πόσο εφικτή μπορεί να είναι η εφαρμογή αυτού του σχεδίου στο πλαίσιο των ισοσκελισμένων δημοσιονομικών. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια δύσκολη υπόθεση αλλά, από όσο μπορώ να δω, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευθεί να ανασυγκροτήσει την οικονομία της χώρας εντός ευρωζώνης. Αυτό ίσως να μην είναι ακατόρθωτο. Παρατηρούμε τελευταία πολιτικούς ανέμους να αλλάζουν κατεύθυνση εξαιτίας του αποπληθωρισμού και της αναπτυξιακής στασιμότητας στην ευρωζώνη. Πολλές από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ απαιτούν τη συναίνεση των ευρωπαίων ηγετών, ενώ άλλες επαναπροσδιορίζουν την προτεραιότητα στην είσπραξη των εσόδων, αλλά πιο σημαντικό από όλα είναι το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, η αναστολή πληρωμής τόκων μέχρι ότου ανακάμψει η οικονομία και η επαναστόχευση της ευρωπαϊκής στήριξης. Ολα αυτά τα ζητήματα απαιτούν επιδέξια διαπραγμάτευση.

Τέλος, μια παρατήρηση σχετικά με το κόστος: Ορισμένες από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εκτιμηθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια από κάποιες άλλες, δεδομένου ότι τα απαιτούμενα στοιχεία που είναι αναγκαία για ακριβείς εκτιμήσεις δεν είναι άμεσα διαθέσιμα. Αλλά ας μην ξεχνάμε τις άπειρες φορές που έπεσαν έξω η τρόικα και η κυβέρνηση με τους υπολογισμούς τους όσον αφορά το χρέος, την ανάπτυξη και τις επιπτώσεις των πολιτικών που εφαρμόζουν στην οικονομία. Αν λάβει κανείς σοβαρά υπόψη το οικονομικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, το προτεινόμενο κόστος του, συν ή μείον μια μικρή διαφορά, παραμένει μια προσφορά σε τιμή ευκαιρίας.

Ο κ. Δημήτρης Β. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute, καθηγητής στο Bard College στη Νέα Υόρκη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ