Επεσα έξω την περασμένη Κυριακή, κόβοντας στη μέση μια, ανίδεη ίσως, σύγκριση μεταξύ Ανδρέα και Γιώργου Παπανδρέου, εν όψει του ρόλου που έπαιξαν ο ένας ως ιδρυτής και ο άλλος ως απόστρατος προς το παρόν πρόεδρος του ΠαΣοΚ, στη φάση της σαρακοστής του επιβίωσης. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως δοκιμάζοντας σήμερα να καταθέσω τα ρέστα αυτής της υπόθεσης θα τα βγάλω πέρα. Ζητώ λοιπόν προκαταβολικά συγγνώμη για την επιμονή μου στο επίτιτλο ζεύγος «Λαϊκισμός και Μνημόνιο», με πρώτο ζητούμενο τον εντοπισμό, εμφανών και αφανών, παρεξηγήσεων.
Πρώτη (κατάφωρη αλλά ευρέως διαδεδομένη) παρεξήγηση: ο λαϊκισμός χρεώνεται μονομερώς στον Ανδρέα Παπανδρέου και το Μνημόνιο στον Γιώργο Παπανδρέου ως πρώτον διδάξαντα. Πρόκειται για τυπική παρεξήγηση, που περιορίζει κρίσιμα θέματα του δημόσιου βίου σε σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής, αγνοώντας τα πραγματικά συμφραζόμενα. Μια κι έξω δηλαδή, για να τελειώνουμε μ’ ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, εξασφαλίζοντας συνάμα την προσωπική μας αθωότητα και το προσωπικό μας συμφέρον.
Προφανώς ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είναι (αν ήταν ποτέ) ο μόνος υπεύθυνος του προκείμενου λαϊκισμού, ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου ο μοναδικός ένοχος του λήγοντος, υποτίθεται, Μνημονίου. Πρόκειται εξάλλου για φαινόμενα με μακρά ιστορία πίσω τους, που γνώρισαν καθ’ οδόν πολλές μορφώσεις και μεταμορφώσεις. Φτάνει να θυμηθούμε το θουκυδίδειο και αριστοφανικό παράδειγμα του δημαγωγού Κλέωνα, που στιγμάτισε την αθηναϊκή δημοκρατία στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Στην πραγματικότητα τόσο ο κατηγορούμενος λαϊκισμός όσο και το διαβόητο Μνημόνιο άλλαξαν χέρια και πόδια. Ο λαϊκισμός, σε μετάλλαξη, μεταπήδησε στο γήπεδο του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το επάρατο Μνημόνιο πηγαινοέρχεται τώρα στο Παρίσι, σε κατάσταση νεκροφάνειας, για την τέλεση της κηδείας του από τους δύο βασικούς του συντελεστές: τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της υπεύθυνης κυβέρνησης, που κι αυτή κινδυνεύει να χάσει την ευστάθειά της. Εν τούτοις λαϊκισμός και Μνημόνιο δεν έχουν καταλήξει σε συναινετικό διαζύγιο: παρά τα φαινόμενα, τροφοδοτούν το ένα το άλλο ως συγκοινωνούντα δοχεία, καθώς δεν έχει απολείψει ακόμη ο κίνδυνος μιας παρεπόμενης χρεοκοπίας.
Επεται αφελές υπόμνημα, αποτυπωμένο σε τρία αριθμημένα σημεία:
1. Για να λειτουργήσουν αποδοτικά ο λαϊκισμός και το Μνημόνιο, ως αντίπαλο ή σύμμαχο ζεύγος, απαιτούνται: αφεντικά, διαχειριστές, πελατεία και θύματα. Ολιγάριθμα εξ ορισμού τα αφεντικά, ελέγχουν και ελέγχονται μεταξύ τους, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, και σε περιορισμένη κλίμακα, εναλλάσσονται, διατηρώντας τον αφεντικό τους τίτλο. Περισσότεροι, εκλόγιμοι και επαγγελματίες οι διαχειριστές, επιλέγονται, συντηρούνται και αξιολογούνται, εμμέσως ή αμέσως, από τα αφεντικά τους, υπό τον όρο ότι είναι σε θέση να συντηρήσουν και να επαυξήσουν την υπάρχουσα περιουσία του σώματος. Πολυάριθμη η πελατεία, αναλαμβάνει επ’ αμοιβή, σε απόσταση πάντα ασφαλείας, την κατανάλωση των προϊόντων της εξουσιαστικής παραγωγής. Πολλαπλάσια τα θύματα, παραμένουν κατά κανόνα ανώνυμα και υπολογίζονται με τη μέθοδο της στατιστικής επιστήμης.
2. Το ζεύγος «λαϊκισμός και Μνημόνιο» εμφανίζεται, σχεδόν αυτόματα, σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ύφεσης άνισα κατανεμημένης στο εσωτερικό μιας υπανάπτυκτης κατά βάση χώρας, όπως είναι η Ελλάδα. Η οποία, επιχορηγούμενη, ελεγχόμενη και εκμεταλλεύσιμη από τον διευθυντικό της περίγυρο, παραμένει υποτιμημένο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το έλλειμμα πάντως ουσιαστικής παιδείας και έμπρακτου πολιτισμού στο εσωτερικό της χώρας μας ελέγχεται σταθερό, όταν δεν προσαυξάνεται.
3. Την αύξουσα αυτή πολιτισμική ύφεση την υφίσταται και συνάμα την τροφοδοτεί στο σύνολό της η νεοελληνική κοινωνία. Αυξημένη ωστόσο ευθύνη έχουν οι λεγόμενοι ηγετικοί φορείς, και ασφαλώς τα κοινοβουλευτικά κόμματα που μοιράζονται άνισα και διαχειρίζονται επωφελώς τους μηχανισμούς εξουσίας. Προπάντων όσα χαρακτηρίζονται προοδευτικά ή φιλοπρόοδα.
Ιδιαίτερα τα υπολείμματα της διάσπαρτης και αμήχανης Αριστεράς και του φθίνοντος πλέον ΠαΣοΚ. Το οποίο από την ίδρυσή του έδειξε μειωμένο, επιφανειακό και συνήθως παραπλανητικό ενδιαφέρον για τα θέματα της παιδείας και του πολιτισμού, χωρίς να συναντά αναμενόμενες αντιστάσεις. Οι λίγες εξαιρέσεις δεν αναιρούν και στην περίπτωση αυτή τον κανόνα.
Εδώ απολήγει αφελώς το υπόμνημα για ένα, ασφαλώς επίκεντρο, θέμα, αφήνοντας χώρο για φυγόκεντρες αποδράσεις, που περιμένουν εξάλλου την υπεσχημένη τους συμπλήρωση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ