Tέτοια εποχή, κάθε χρόνο, η παρουσία των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ φέρνει στο προσκήνιο σενάρια για παροχές. Εφέτος ακούσαμε δεσμεύσεις για μειώσεις του φόρου στα καύσιμα, των φορολογικών συντελεστών, της εισφοράς αλληλεγγύης, ακόμη και για κατάργηση του Ενιαίου Φόρου Ακινήτων. Αφού η συζήτηση άνοιξε για τα καλά, στην ατζέντα θα περιμέναμε να μπει και το φλέγον ζήτημα της μεταρρύθμισης του συστήματος του ΦΠΑ, καθώς εκεί βρίσκεται και η μεγάλη πληγή της φοροδιαφυγής. Για άλλη μία φορά ήρθε στην επικαιρότητα το ενδεχόμενο επιβολής ενός ενιαίου συντελεστή ή η μείωσή του από το 23% στο 13% σε κάποιους κλάδους, στα πρότυπα αυτού της εστίασης.

Το υπουργείο Οικονομικών έσπευσε να διαψεύσει τα όποια σενάρια για τον ΦΠΑ, αλλά σίγουρα θα ήταν ευπρόσδεκτη από τα νοικοκυριά και την αγορά η μείωση των συντελεστών του.

Αυτό που προέχει όμως είναι να βρεθεί ο τρόπος να φθάνει ο φόρος στα δημόσια ταμεία και να μην τον καρπώνονται μόνο κάποιοι επιτήδειοι.

Γιατί σήμερα, παρά τις προσπάθειες για πιο σοβαρή αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, αρκετοί έχουν τον τρόπο να διαθέτουν προϊόντα και υπηρεσίες «αφορολόγητα» στους καταναλωτές…

Από το κατάστημα με ρούχα όπου αν δεν δοθεί απόδειξη η τιμή μειώνεται δραστικά ως την παροχή υπηρεσιών.
Πρόσφατο παράδειγμα: Σε αναζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών διαπιστώθηκε ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις υπήρχε η δυνατότητα να αγοράσεις με τιμές «προ ΦΠΑ». Σε κατάστημα που απευθύνθηκε ιδιοκτήτης οικοδομής για την αγορά προϊόντων στην τιμή των 6.850 ευρώ που στοίχιζαν, προσετίθεντο φυσικά και 1.575 ευρώ για τον ΦΠΑ και το ποσό που έπρεπε να πληρώσει έφθανε στα 8.425 ευρώ. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος όμως για να πάρει τη δουλειά κατάφερε και «κούρεψε» τον ΦΠΑ μειώνοντας την αξία του τιμολογίου ώστε να μείνουν «όλοι ευχαριστημένοι». Για την αναντιστοιχία του τιμολογίου με τα προϊόντα που θα μετέφερε; «Εχω τον τρόπο μου» δήλωσε χαρακτηριστικά. Το ίδιο τού συνέβη και όταν ζήτησε αποδείξεις από τεχνίτες παροχής υπηρεσιών. Οι τιμές μειώνονταν αισθητά όταν αναγραφόταν στην απόδειξη το 10% των χρημάτων που είχε καταβάλει και ακόμη περισσότερο αν δεν κοβόταν καθόλου απόδειξη…

Να μιλήσουμε για την παροχή υπηρεσιών;

Στα συνεργεία αυτοκινήτων, ιδιαίτερα στα μικρά, το κόστος επισκευής μπορεί να είναι 400 ευρώ, αλλά ο «μάστορας» έχει τον τρόπο και κόβει μόνο 50 ευρώ, βοηθώντας έτσι τον πελάτη αλλά κυρίως την τσέπη του.
Το πιο κλασικό παράδειγμα είναι αυτό του «αθεράπευτου» γιατρού, ο οποίος προτείνει στους ασθενείς να πληρώσουν 80 ευρώ την επίσκεψη χωρίς απόδειξη ή 120 ευρώ με απόδειξη. Οποια φορολογική συνείδηση κι αν έχει κανείς, θα προτιμήσει άραγε να πληρώσει 40 ευρώ επιπλέον για να πάρει μια απόδειξη η οποία δεν του χρησιμεύει σε τίποτε, καθώς πλέον δεν «μετρά στην Εφορία»; Τα παραπάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά, χωρίς φυσικά να αμφισβητεί κανείς ότι υπάρχουν συνεπείς φορολογούμενοι.
Δεν θα έπρεπε να υπάρχει τρόπος ελέγχου για κάθε εμπόρευμα που διακινείται από τη στιγμή της αρχικής διάθεσής του ως την κατανάλωση; Τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη αυτά τα θέματα τα έχουν λύσει και δεν αναζητούν έσοδα μόνο από τη φορολόγηση των μισθωτών και των συνταξιούχων.