Σαν σήμερα, πριν από 15 χρόνια (17.9.1999) οι ελληνικές μετοχές – που χαρακτηρίστηκαν εκείνη την εποχή από τον Τζον Λόμαξ της ΗSΒC «η μητέρα όλων των φουσκών»- σημείωναν το ιστορικό τους ρεκόρ. Στην ιστορία των αγορών οι φούσκες, δηλαδή η υπερβολική διόγκωση των τιμών, δεν είναι κάτι άγνωστο και σίγουρα η ελληνική περίπτωση δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Όλες πάντως δείχνουν να έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: γιγαντώθηκαν με το εύκολο χρήμα.
Αυτό προκύπτει από τη μανία με τις τουλίπες του 1600, τη φούσκα της South Sea Company το 1720, τη φούσκα της αγοράς ακινήτων της Φλόριδας τη δεκαετία του 1920, την επενδυτική μανία γύρω από τις μετοχές του Κουβέιτ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τη φούσκα των ιαπωνικών μετοχών και των ακινήτων στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 αλλά και την τεχνολογική φούσκα του 1998-2000 που τροφοδοτήθηκε και από τα χαμηλά επιτόκια.
Στην περίπτωση της Ελλάδας «βοήθησαν» μεταξύ άλλων και ο πολύς «αέρας», η απουσία θεσμών, χρηματιστηριακής παιδείας κτλ., ενώ, όπως περιγραφόταν τότε (και γι΄ αυτό έχει την αξία του) από τον οίκο Flemings, «αυτό που συμβαίνει είναι μια κλασική περίπτωση ανοδικής προσαρμογής των αποτιμήσεων που προκλήθηκε από την πτώση των επιτοκίων. Όταν όμως περάσει ο ενθουσιασμός, οι Έλληνες θα αναρωτιούνται τι στην πραγματικότητα αγόρασαν»…
Η πτώση που ακολούθησε το σκάσιμο εκείνης της φούσκας ολοκληρώθηκε στο -77% στις 31.3.2003 και οδήγησε σε απώλειες 158 δισ. ευρώ, ενώ στην συνέχεια η άνοδος των ελληνικών μετοχών ως την περίοδο των εκλογών, προτού η χώρα μπει στην περιπέτεια του μνημονίου, έφερε κέρδη 263% πριν αρχίσει η καταστροφή των αξιών στα χρόνια του μνημονίου.
Από το υψηλό του Γενικού Δείκτη στις 31.10.2007 ως το χαμηλό στις 5.6.2012 η πτώση κυμάνθηκε στο 91% και θεωρείται η μεγαλύτερη κατάρρευση των ελληνικών μετοχών, η οποία σαφώς ξεπέρασε την «φούσκα του 99΄».
Η ιστορία διδάσκει πάντως ότι τα χρηματιστήρια σημειώνουν ανοδικούς και πτωτικούς κύκλους που «αντιγράφουν» και κάποιες από τις ακρότητες του παρελθόντος, ενώ οι μετοχές υπεραποδίδουν καθώς η μέση ετήσια πραγματική (αποπληθωρισμένη) απόδοση από το 1900 ως σήμερα διαμορφώνεται παγκοσμίως στο 6% για τις μετοχές, στο 2,1% για τα ομόλογα και στο 1% για τις καταθέσεις.

Ωστόσο, ενώ το ποσοστό των περιπτώσεων υποαποδόσεων των μετοχών είναι πιο σπάνιο σε βάθος χρόνου, το ύψος των ζημιών σε περιόδους πτώσης μπορεί να είναι τεράστιο και να μην μπορεί να αναπληρωθεί… στη σύντομη διάρκεια μιας ζωής. Π.χ., στην κορυφή της ελληνικής φούσκας του 1999 πλειάδα μετοχών διακινούνταν με πολλαπλασιαστές κερδών άνω του 900, πράγμα που σημαίνει ότι τότε κάποιος αγόραζε μετοχές με σκοπό να πάρει πίσω τα κέρδη του σε 900 χρόνια… Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που οι οικονομολόγοι θυμούνται την κάπως μακάβρια ρήση του Τζον Μέιναρντ Κέινς: «Μακροπρόθεσμα όλοι είμαστε νεκροί…» .