Η εμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη μπορεί να ειδωθεί από πολλές απόψεις. Καλό θα ήταν κάποιος να μη σταθεί σε αστείες και ρηχές επικοινωνιακές απαντήσεις, ενδεικτικές του επιπέδου πολιτικού διαλόγου της κυβερνητικής εκπροσώπου… Το σημείο που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι ο βαθμός που ακόμη και σήμερα επηρεάζει ένα κόμμα νεοπαγές, όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α, το ύφος, η γλώσσα, η αισθητική και φυσικά η λαϊκιστική παροχολογία του Πα.Σο.Κ του Ανδρέα Παπανδρέου, τρεις και πλέον δεκαετίες μετά την ιστορική νίκη του 1981.

Είναι κρίμα που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α και ο πρόεδρός του καταφεύγουν στη «σιγουράντζα» μίας πολιτικής πρακτικής που κυριάρχησε στο μυαλό και στην πρακτική όλων των κυβερνήσεων της χώρας από το 1981 και μετά (οι όποιες εξαιρέσεις δεν επαρκούν για να καταργήσουν τον θλιβερό κανόνα…). Ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στο μυαλό, της ίδιας της συγκυβέρνησης επικρατεί η «νοοτροπία της σιγουράντζας» – αλλά η έξωθεν εποπτεία δεν την αφήνει να βγει από το μπουκάλι όπως το τζίνι…

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α αναλώνεται σε μία προσπάθεια να ικανοποιήσει όσους επλήγησαν από την κρίση. Παραμένει όμως κολλημένος στο δίπολο Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο. Αυτός είναι και ο λόγος που επιμένει σε υποσχέσεις που κατά βάθος θα πρέπει να γνωρίζει ότι είναι ανέφικτες για τον απλούστατο λόγο ότι η Ελλάδα του 2014 δεν είναι η Ελλάδα του 1981. Δεν είναι καν η Ελλάδα του 2012 όταν προεκλογικά η ΝΔ υποσχόταν πράγματα που υποχρεώθηκε να ξεχάσει πολύ γρήγορα.

Ο κ. Τσίπρας βρέθηκε πρόσφατα στο Κόμο, δίπλα σε πανίσχυρους παράγοντες της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής σκηνής. Πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι δεν του μεταφέρθησαν κάποια μηνύματα στο πλαίσιο του Ambrosetti Forum. Ήδη, αρκεί να μιλήσει κανείς με κορυφαίους ξένους διπλωμάτες των Αθηνών για να καταλάβει ότι δεν αγνοούν την επίδραση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α στους υπολογισμούς τους. Το ερώτημα επομένως είναι πως αντιδρά η αξιωματική αντιπολίτευση σε αυτή την κατάσταση…

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α έχει μπροστά του δύο δρόμους. Ο ένας περιγράφηκε πολύ καλά στη ΔΕΘ και απηχεί το παρελθόν. Δύσκολα μπορεί αυτός ο δρόμος να επιτρέψει στον κ. Τσίπρα διεύρυνση της σημερινής εκλογικής και πολιτικής του επιρροής, από τη στιγμή μάλιστα που απωθεί μεγάλο κομμάτι του ακμαίου παραγωγικού πληθυσμού που δεν θέλει τον λαϊκισμό και την ευκολία, επιθυμεί την αξιοκρατία, σιχαίνεται τη συναλλαγή που ακόμη κυριαρχεί και ζητεί την ανταμοιβή της σκληρής δουλειάς, όχι την ευκολία που κυριάρχησε επί δεκαετίες και την οποία δίδαξαν η ΝΔ και το ΠαΣοΚ.

Ο δεύτερος δρόμος είναι αναφανδόν πιο δύσκολος. Απαιτεί από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α να προχωρήσει σε μία «βίαιη ωρίμανση» και να κάνει μία «συμφωνία με τον διάβολο». Αυτό θα απαιτήσει να μιλήσει έντιμα με τους ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές, να παρουσιάσει τα «θέλω» του, αλλά να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της χώρας και να πάψει να ζητεί ανεδαφικές εκπτώσεις. Κυρίως όμως θα πρέπει να παρουσιάσει στον απλό πολίτη που αυτή τη στιγμή, χαμένος, πληρώνει φόρους και παίζει «κατενάτσιο», ένα σχέδιο αναδιανομής του υπάρχοντος πλούτου με σαφείς παρεμβάσεις στο εσωτερικό και ανοίγματα στο εξωτερικό – ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων.

Το αν έχει τα κότσια ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α για κάτι τέτοιο δεν θα κρίνει τόσο το δικό του μέλλον. Αυτό είναι, εν τέλει, αδιάφορο για την καθημερινότητα του πολίτη. Θα κρίνει όμως αν η χώρα βάλει πάλι την όπισθεν, δικαιώνοντας παράλληλα (και δυστυχώς…) όλους εκείνους που τον κατηγορούν ότι «μόνο που δεν ανέστησε τους νεκρούς»…