Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα διασφαλίζεται από το απολύτως επαρκές θεσμικό πλαίσιο του νόμου 3028 περί Αρχαιοτήτων που υποστηρίζει το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Τι θα ήταν όμως το πολιτιστικό απόθεμα της χώρας μας αποξενωμένο από την κοινωνία, περιχαρακωμένο στα όρια της επιστημονικής κοινότητας, ερμητικά κλειστό σε όσους κατοικούν ή επισκέπτονται τον τόπο; Τίποτα περισσότερο παρά ένας ακόμη μικρόκοσμος προσβάσιμος αποκλειστικά από τους ειδικούς που κατέχουν τη γλώσσα των ερειπίων, τη γνώση της αξίας των τεχνέργων, τον κωδικό της ερμηνείας της ζωής που μέρα τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, αιώνα με τον αιώνα χρησιμοποίησε, διαμόρφωσε, σμίλεψε ή χρωμάτισε την ελληνική γη. Τίποτα, εξόν από έναν ακόμη περιορισμό συχνά χωρίς νόημα, μια αδιάφορη, αόρατη παρουσία, έρμαιη τελικά στην ανόητη μεγαλοστομία και την επικίνδυνη ρητορική.
Η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να μην αξιοποιείται, εφόσον ενέχει τις αξίες της, είναι όμως βέβαιο ότι δύναται να αναδειχθεί, να ενσωματωθεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων ώστε να διαμορφώνει την πολιτιστική τους ταυτότητα, να προσφέρει έμπνευση και προοπτικές στην καλλιτεχνική δημιουργία και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του μέλλοντος.
Γνωριμία, νοηματοδότηση, συμμετοχή είναι τα στάδια της διαδικασίας που οδηγούν στην ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος, διαδικασία που υπόκειται σε έναν αυστηρό προγραμματισμό που λαμβάνει υπόψη του την ελληνική αλλά και διεθνή εμπειρία.
Ως προαπαιτούμενα μπορεί κανείς συνοπτικά να αναφέρει όλες εκείνες τις ενέργειες που χρειάζονται ώστε ο ερειπιώνας να γίνει αρχαιολογικός επισκέψιμος χώρος, η παρατακτική τοποθέτηση αντικειμένων σε προθήκες να μετατραπεί σε Μουσείο, το αποσπασματικά σωζόμενο αρχαίο κτίσμα σε Μνημείο.
Χρειάζεται ο σχεδιασμός εκ μέρους του επιτελικού κράτους που θα καθοδηγήσει και θα συντονίσει τις ενέργειες των επιμέρους ειδικοτήτων, θα διασφαλίσει τα μέσα λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές δυνατότητες από τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης και θα προβλέψει τη βιωσιμότητα κάθε έργου χωριστά, όχι μόνο μέχρι την ολοκλήρωσή του, αλλά και προβλέποντας μακροπρόθεσμα τη λειτουργία του.
Στις αποφάσεις αυτές απαραίτητη είναι η αξιολόγηση του πολιτιστικού αποθέματος με βάση την κλίμακα κάθε περιοχής, η ιεράρχηση των αναγκών της τοπικής κοινωνίας και η ένταξη του επιμέρους στη συνολική εικόνα που δίνει η χώρα, δηλαδή σε εθνικό επίπεδο. Ο σχεδιασμός αυτός οφείλει να είναι ανεξάρτητος από άλλου είδους προσδοκίες και να υπηρετεί αυστηρά την ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος και τις ανάγκες της κοινωνίας τη στιγμή που διαμορφώνεται, να προβλέπει τις πιθανές αλλαγές στα κοινωνικά δεδομένα και κυρίως να διέπεται από ευρύτητα πνεύματος που θα επιτρέψει κάθε φορά να εκτιμά το αποτέλεσμα των αποφάσεών του χωρίς να επηρεάζεται από την επικαιρότητα. Στις παραπάνω προβλέψεις οφείλει να εντάσσεται εξαρχής η επικοινωνία και συγκεκριμένα η γνωστοποίηση όλων των παραμέτρων του πολιτιστικού έργου στο κοινό. Πρόκειται για μια κομβική ενέργεια από την επιτυχία της οποίας εξαρτάται η βιωσιμότητα του έργου αφενός, αλλά και η διαμόρφωση της νοοτροπίας, της στάσης και των αντιδράσεων της κοινωνίας και τελικά η διαπαιδαγώγησή της.
Οι ισορροπίες που πρέπει να τηρούνται εδώ είναι εξαιρετικά λεπτές και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ένα μεγάλο σύνολο παραμέτρων διαφορετικών για κάθε περίπτωση.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας για παράδειγμα και οι δυνατότητες που αυτή παρέχει για την εύκολη και άμεση πρόσβαση στην πληροφορία δεν θα πρέπει να μας ξεγελούν ώστε να αποβαίνουν επιζήμιες για την ποιότητα της εκπαίδευσης του κοινού. Ο ορυμαγδός των πληροφοριών που κατακλύζουν τα δίκτυα ενέχει τον κίνδυνο του αποπροσανατολισμού αλλά και της ρηχής γνώσης επιφαινομένων.
Η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συρμού. Χρειάζονται επίπονες και μακροχρόνιες διαδικασίες, με τη συνέργεια των επιστημόνων, των πολιτιστικών διαμεσολαβητών, των δημοσιογράφων αλλά και των εμπλεκόμενων φορέων διαχείρισης για να τελεσφορήσει η προσπάθεια της εκπαίδευσης του βλέμματος ενός κοινού που θα βλέπει αυτό που κοιτάζει και θα κατανοεί αυτό που βλέπει ώστε να διαμορφώσει μια κριτική στάση απέναντι στα πολιτιστικά πράγματα.
Αυτή είναι η μοναδική ευκαιρία που δίδεται στην πολιτιστική συνέχεια της κοινωνίας αλλά και στη διασφάλιση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε έναν κόσμο ασταθή και διαρκώς μεταβαλλόμενο· να γίνουμε όλοι κληρονόμοι του πολιτιστικού πολιτισμού μας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η κυρία Στέλλα Χρυσουλάκη είναι προϊσταμένη της ΚΣΤ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ