Η πολιτισμική κληρονομιά του ανθρώπου αποτελείται αφενός από άυλα στοιχεία, όπως είναι η λαϊκή παράδοση, όλες οι μορφές διανόησης και οι μουσικές δημιουργίες, και αφετέρου από τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, τα μνημεία. Το σύνολο της πολιτισμικής κληρονομιάς αντιπροσωπεύει την πολύτιμη πείρα που έχει συσσωρεύσει ο άνθρωπος ανά τους αιώνες, χωρίς την οποία ο καθένας μας θα αντιμετώπιζε άοπλος το παρόν και το μέλλον. Αντιπροσωπεύει ακόμα την ιστορία μας, την ταυτότητά μας. Στο σχόλιό μου εδώ θα αναφερθώ στην αξία των μνημείων, τα οποία, στη σημερινή εποχή του απτού και της εικόνας, αποτελούν «το ορατό μέρος της ιστορίας» και «μιλούν» στον κόσμο αμεσότερα. Ειδικά τα μνημεία του τόπου μας, λόγω της μακράς ιστορίας που καταγράφουν και της κομβικής προσφοράς της Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμό, συγκινούν ιδιαίτερα όχι μόνο το ελληνικό αλλά και το διεθνές κοινό.
Με τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ύπαρξη των μνημείων δικαιώνεται μόνο όταν το μήνυμά τους γίνεται κτήμα του κάθε ανθρώπου και της κάθε γενιάς που έρχεται σε επαφή μ’ αυτά. Οι ειδικοί που τα διαχειρίζονται οφείλουν, με την απαραίτητη βέβαια επιστημονική τεκμηρίωση, να τα καθιστούν με συντήρηση, διαμορφώσεις, αποκαταστάσεις και αναστηλώσεις καθώς και με πλούσιο ενημερωτικό υλικό αναγνώσιμα ως προς τη μορφή και το ιστορικό τους νόημα από τον οποιονδήποτε μη ειδικό. Και επιπλέον να καθιστούν τους μνημειακούς χώρους φιλικούς και ευχάριστους για το κοινό. Αυτό είναι η εμπράγματη δημοσίευση των μνημείων, για την οποία έχω μιλήσει πολλές φορές, δηλαδή η απόδοσή τους στο ευρύ κοινό.
Στις ημέρες μας το διεθνές αλλά και το ελληνικό κοινό ταξιδεύει πολύ περισσότερο, έχει υψηλότερη παιδεία και οι μνημειακοί χώροι καθώς και τα μουσεία αποτελούν βασικούς προορισμούς της περιήγησής του κατά τον ελεύθερο χρόνο του. Η επωφελής επαφή του κοινού με την πολιτισμική μας κληρονομιά μπορεί να επιτυγχάνεται μέσα από την ενεργοποίηση όλων των αξιών της, όπως η προσφορά ιστορικής γνώσης, αισθητικής απόλαυσης και συναισθηματικών εμπειριών, οι τοπικοί συμβολισμοί, οι θρησκευτικές προσεγγίσεις και η οικονομική σημασία των μνημείων για την ανάπτυξη μιας περιοχής.
Πέρα όμως από την ενεργητική αυτή απόδοση των μνημείων στο ευρύ κοινό, η δημιουργική επαφή του μαζί τους μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με την ένταξή τους στην καθημερινή ζωή: Οι τοπικές κοινωνίες, συνειδητοποιώντας τη σημασία των μνημείων του τόπου τους, πρέπει να μετέχουν –και να καλούνται να μετέχουν –στην προστασία και την πολιτιστική λειτουργία τους. Οι συνέργειες των συνειδητοποιημένων πολιτών με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Πολιτείας, όπως οι προγραμματικές συμβάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το υπουργείο Πολιτισμού για την ανάδειξη μνημείων αλλά και οι σχετικές πρωτοβουλίες πολιτιστικών συλλόγων και σωματείων, δημιουργούν ήδη ένα ελπιδοφόρο τοπίο στον τομέα της διαχείρισης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Ενταξη των μνημείων στην καθημερινή ζωή σημαίνει όμως και τη σύνδεσή τους με την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου τους. Η ενεργοποίησή τους για τον τουρισμό και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής τους είναι μια παράμετρος. Μια δεύτερη, ακόμη πιο σημαντική παράμετρος είναι η σύνδεσή τους με την ανάδειξη ιστορικών τόπων, τοπίων φυσικού κάλλους, σύγχρονων τοπικών χαρακτηριστικών αλλά και προϊόντων της περιοχής τους και η διαχείρισή τους ως ενιαίου συνόλου. Αυτή μπορεί να επιτύχει αφενός την προσφορά μιας ολοκληρωμένης και ισόρροπης εικόνας του πολιτισμού μιας περιοχής και αφετέρου, με την οικονομική στήριξη που θα προκαλεί, τη συντήρηση της ζωής στην περιοχή που αφορά και τη διατήρηση της ταυτότητας του τόπου. Παράλληλα κερδίζει περισσότερο το ενδιαφέρον του ξένου κοινού, το οποίο θέλει να γνωρίσει με άνετο και ευχάριστο τρόπο όχι μόνο την ιστορία, αλλά και τη σύγχρονη ζωή των τόπων που επισκέπτεται. Παραδείγματα αυτής της εξελιγμένης μορφής διαχείρισης των μνημείων μας υπάρχουν ήδη. Αναφέρω το πρόγραμμα Πολιτιστικής Διαδρομής της Ηπείρου και το Παρράσιο Πάρκο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Πελοποννήσου, που συνδυάζουν όλα τα πιο πάνω στοιχεία και στοχεύουν ακριβώς στην προστασία και την ενεργοποίηση όλων των αρχαιολογικών, φυσικών και παραγωγικών πόρων των περιοχών τους.
Η ελληνική αρχαιολογική κοινότητα και η Πολιτεία έχουν συνειδητοποιήσει αυτή τη δυναμική των μνημείων και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους την υλοποιούν. Οι δυσκολίες που πρέπει να ξεπεραστούν για μια ευρύτερα αποτελεσματική πραγματοποίηση όλων των ανωτέρω, εκτός βέβαια από τη δυσμενή οικονομική συγκυρία, είναι οι δυστυχώς τυραννικές ακόμη γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και κάποιες νοοτροπίες που δεν διευκολύνουν τις συνέργειες.
Ο κ. Βασίλης Λαμπρινουδάκης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ