Η 3η Σεπτεμβρίου και τα 40 χρόνια του ΠαΣοΚ γιορτάστηκαν με μια σειρά ανούσιες και ανόητες επιδείξεις φίλαρχης διάθεσης. Οι μεν φώναζαν: «Γερά να φύγει η Δεξιά» ξεχνώντας ότι με αυτή τη Δεξιά το κόμμα τους συμπλέει και εφαρμόζει εν αγαστή συμπνοία ένα πρόγραμμα διεθνούς συναίνεσης για τη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας. Αλλοι ήταν έτοιμοι να αναδείξουν σε πάγια χαρακτηριστικά της παράταξης πολιτικές κατευθύνσεις, τακτικές συμβιβασμού και ηγετικές πρακτικές που έφεραν την πανίσχυρη Κεντροαριστερά από το 40% στο 8%. Μόνο που δεν ζητωκραύγαζαν αυτούς που επέτυχαν την περιφανή νίκη: να διπλασιάσουν το 4% των δημοσκοπήσεων. Γύρω τους κάθε είδους αριβίστες, πλιατσικολόγοι και θεσιθήρες διακρίνονταν σε πρωτότυπες ισορροπίες ανάμεσα σε δύο ή τρία κλυδωνιζόμενα σκαφίδια έχοντας το αρπακτικό τους μάτι προσηλωμένο στη μετεκλογική εποχή.
Ζόφος και οδύνη για όλους αυτούς που είχαν συνηθίσει να δίνουν και όχι να αρπάζουν, για όλους αυτούς που αφιέρωσαν ένα μέρος από τη ζωή τους στην αναζήτηση της λύσης του κοινωνικού προβλήματος μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Η ανοιχτή κοινωνία της απόλυτης προσωπικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας είχε πια πάψει να υπάρχει στον ορίζοντα.
Θα μου πείτε: Τι θα μπορούσαν να κάνουν; Πώς θα μπορούσαν να συγκλονίσουν μια κοινή γνώμη αποβλακωμένη από το εφήμερο, το χυδαίο και το περιστασιακό;
Να δώσουμε τρία παραδείγματα.
Ο θεσμός της Προεδρίας της Δημοκρατίας έχει κακοποιηθεί από τις σκοπιμότητες των κομμάτων. Είναι τεράστια η πλειονότητα των Ελλήνων που έχει πειστεί ότι ο Πρόεδρος, που είχαν φανταστεί ως συμπλήρωμα της προσωπικής τους ανεξέλεγκτης εξουσίας οι δύο μεγάλοι άνδρες της Μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, έχει πάψει να είναι ωφέλιμος με τα χαρακτηριστικά αυτά που του είχαν δοθεί από τα συνταγματικά κείμενα εκείνης της εποχής. Τι χρειάζεται να γίνει λίγο-πολύ είναι γνωστό σε όλους: άμεση εκλογή από τον λαό σε δύο γύρους ώστε να εξασφαλίζεται απόλυτη πλειοψηφία, δικαίωμα διεξαγωγής νέων εκλογών μόνο αφού εξαντληθεί βαρύ και δεσμευτικό πρόγραμμα αναζήτησης κυβερνητικής πλειοψηφίας, αποσύνδεση κατά συνέπεια των κοινοβουλευτικών εκλογών από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Αυτός δεν θα ήταν ένας λαμπρός στόχος για να αποσαφηνιστεί το πολιτικό πρόσωπο της δημοκρατικής παράταξης;
Ολοι συμφωνούμε ότι το κύριο πρόβλημα και για την οικονομία και για την κοινωνία είναι η ανεργία. Η σύγχρονη οικονομία είναι περίπλοκη. Αυξημένα κέρδη δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην σε αυξημένη αποταμίευση και η τελευταία μπορεί να οδηγήσει αλλού από μιαν αύξηση των επενδύσεων. Αλλά και η αύξηση των επενδύσεων μπορεί να φέρει νέες, πιο προχωρημένες τεχνολογίες και να περιορίσει ακόμη περισσότερο ή να αφήσει στάσιμη την απασχόληση. Το συχνά επαναλαμβανόμενο ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων απασχολήσεων είναι απλώς ένα σύνθημα και τίποτα παραπάνω.
Δεν θα έπρεπε τα επιτελεία μας να υπολογίσουν επιτέλους πόσο κοστίζει μια καινούργια θέση εργασίας; Είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ, όπως λένε οι πιο αισιόδοξοι από τους Συριζαίους όταν μιλούν για το πρόγραμμα που δεν διαθέτουν, σαράντα χιλιάδες ευρώ, όπως είπε τις προάλλες ένας υπουργός, εξήντα χιλιάδες, όπως λέει κάποιος άλλος, ή εκατό χιλιάδες, όπως λένε οι ματζίρηδες του ΔΝΤ; Για να οικοδομήσουμε επιτέλους το μέλλον μας επάνω σε μια σταθερή προοπτική για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.
Και για να τελειώσουμε με κάτι που μας ανοίγει υπερκόσμιες προοπτικές: Δεν πρέπει επιτέλους να ξεκινήσει η μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της σχέσης της με το κράτος και τις άλλες ομάδες θρησκευομένων που πιστεύουν σε άλλους θεούς, αλλά κυρίως με τη μεγάλη και διευρυνόμενη ομάδα αυτών που δεν πιστεύουν σε τίποτα και έχουν το αναφαίρετο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα να ζουν τη ζωή τους σε αρμονία με τις πεποιθήσεις τους;
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ’ άπειρον. Η κοινωνία μας σφύζει από δημιουργικότητα, γόνιμες ανησυχίες και δικαιολογημένες αμφισβητήσεις.
Πότε και ποιοι θα τις εκφράσουν επιτέλους;
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ