Είναι άνδρας ή γυναίκα; Ο κεντρικός ήρωας αλλά και οι θεατές δυσκολεύονται να αποφασίσουν. Αυτό το πλάσμα, ο Αγάθων, δεν έχει προηγούμενο. Οψη ευχάριστη, δέρμα απαλό και φρεσκοξυρισμένο, φωνή ντελικάτη, τραγούδι που στάζει λαγνεία… Είναι ντυμένος με γυναικεία ρούχα αλλά δεν έχει στήθη –ούτε τον παραδοσιακό φαλλό μοιάζει να φοράει. Τα αξεσουάρ που τον συνοδεύουν είναι άλλα «θηλυκά» και άλλα «αρσενικά». «Τι γυρεύει ένα φλασκί με ένα σουτιέν;.. Τι δουλειά έχει ένας καθρέφτης δίπλα σ’ ένα σπαθί; Σε αναθρέψανε ως άνδρα; Τότε πού είναι το όργανό σου;.. Ή μήπως ως γυναίκα; Τότε πού είναι τα στήθη σου;» ρωτάει τον Αγάθωνα ο Συγγενής του Ευριπίδη. Οι δύο τελευταίοι έχουν έρθει να ζητήσουν τη βοήθεια του «συναδέλφου» Αγάθωνα, του πιο δημοφιλούς τραγωδού της εποχής, καθώς ο Ευριπίδης αντιμετωπίζει απόψε την προοπτική της θανατικής καταδίκης από τη συνέλευση των γυναικών στα Θεσμοφόρια.
Οσο κι αν επιμένει ο Συγγενής, άκρη δεν βγάζει. «Γιατί μένεις σιωπηλός; Πρέπει να βρω τις απαντήσεις στο τραγούδι σου αφού εσύ δεν μου μιλάς;». Ο Αγάθων προτιμά να διατηρεί το μυστήριό του. Γνωρίζει και απολαμβάνει τη δύναμή του: τα ερωτηματικά που γεννάει η αμφιλεγόμενη παρουσία του, την παράξενη, υποσυνείδητη γοητεία που ασκεί η ακαθόριστη ταυτότητα του φύλου του, τα ετερόκλητα, αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία της εμφάνισής του. Ακόμη κι αν τον κοροϊδεύει, ο Συγγενής νιώθει ταυτόχρονα μια ανεξήγητη έλξη προς τον Αγάθωνα. «Ενας ποιητής οφείλει να υιοθετεί τη φύση των ηρώων του» είναι η μόνη εξήγηση που προσφέρει ο τελευταίος: όταν γράφει γυναικείους ρόλους, συνεπώς, πρέπει να εξερευνά τη θηλυκή πλευρά του Σύμπαντος. Είμαστε όλοι ηθοποιοί και παίζουμε τους ρόλους που μας υποδεικνύουν τα κοστούμια μας. «Ο,τι στερούμαστε από τη φύση μας μπορούμε να το αποκτήσουμε μέσω της μίμησης» είναι η φιλοσοφία του, την οποία οι Θεσμοφοριάζουσες θέτουν σε εφαρμογή με εξαιρετικά γόνιμα αποτελέσματα. Αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Αγάθωνα ο Συγγενής ντύνεται και αυτός με γυναικεία ρούχα προκειμένου να εισβάλει μυστικά στα Θεσμοφόρια. Αποτριχωμένος, μακιγιαρισμένος και δασκαλεμένος από τον μετρ, βρίσκεται ως διά μαγείας να αναρωτιέται αν «πέφτει» σωστά το φόρεμά του ή αν «κάθεται» καλά η περούκα του κ.ο.κ. Ενα συνεχές παιχνίδι με τις έννοιες της παρενδυσίας, της ταυτότητας, του είναι και του φαίνεσθαι, της σχέσης ρόλου-ηθοποιού και ήρωα-συγγραφέα, βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της ανατρεπτικής αριστοφανικής κωμωδίας που έρχεται για μία ακόμη φορά να υπονομεύσει τις αποκρυσταλλωμένες πεποιθήσεις μας.
Δυστυχώς, όταν θέλει κανείς να τα πει όλα, τότε χάνει τον στόχο του και τελικά δεν λέει τίποτα. Η διασκευή του κειμένου που φέρει την υπογραφή του Γιώργου Κιμούλη και του Πιτσιρίκου πέφτει θύμα της εκκωφαντικής απληστίας και αμετροέπειάς της. Ακολουθώντας την οδό του «εκσυγχρονισμού», η παράσταση μετατρέπεται σε μια προβλέψιμη, πλαδαρή, άκρως κουραστική επιθεώρηση. Από τη στερεοτυπική ενδυματολογική απόδοση του Αγάθωνα ως Πρισίλα, βασίλισσα της ερήμου, ως την εύκολη επίθεση στο μεταμοντέρνο Φεστιβάλ του Λουκου-μά –«ατάλαντες» που ψάχνονται στην Πειραιώς –διανύουμε επί τροχάδην την γκάμα της επικαιρότητας: την ανεργία και τις συντάξεις, τον Βενιζέλο και τον Γιωργάκη, τη ΔΗΜΑΡ και Το Ποτάμι, τον Τατσόπουλο και τον Σαββόπουλο, τη Μαρία Ρεπούση και τη Σώτη Τριανταφύλλου, τον Αγάθωνα και τη Γιουροβίζιον, τις ρωσίδες χορεύτριες και τις απολυμένες καθαρίστριες, τα smart phones και τις selfies, τους ανεγκέφαλους μπάτσους και τη Χρυσή Αυγή. Η «ατζέντα» μπορεί να ακούγεται πλήρης, όταν όμως οι τίτλοι ειδήσεων θριαμβεύουν (ως και τις τελευταίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις είχαν σπεύσει να συμπεριλάβουν), η θεατρική έμπνευση συρρικνώνεται στα ψιλά γράμματα.
Σαν να μην έφτανε το name-dropping, έχουμε και το δράμα των σημερινών γυναικών που ζητάνε «αγάπη, κατανόηση, τρυφερότητα» από τον άνεργο σύντροφό τους, ο οποίος «στης γυναίκας τα μάτια περιμένει να δει αν αξίζει», ενώ ταυτόχρονα θυμάται με νοσταλγία τη μάνα του, «που ζει πάντα στο όνειρό του» και τον παρηγορεί στα δύσκολα τραγουδώντας του «κοιμήσου εσύ, αστέρι μου, κι εγώ θα ‘μαι κοντά σου», συνοδεία ασπρόμαυρου αρχειακού υλικού με πλάνα από δεκάδες νεαρές μητέρες οι οποίες ταΐζουν μωρά με μπιμπερό υπό τους ήχους μελό μουσικής που υμνεί το αθάνατο μητρικό ένστικτο.
Συμπαθητικές οι ερμηνείες του Γιώργου Κιμούλη (Συγγενής) και του Δημήτρη Πιατά (Ευριπίδης), ενώ ξεχωρίζει η προσπάθεια του Θανάση Αλευρά να αποφύγει τη στερεοτυπική σκιαγράφηση του Αγάθωνα συνδυάζοντας με δυναμισμό «αρσενικά» και «θηλυκά» στοιχεία στο παίξιμό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ