H ελληνική οικονομία έπειτα από πέντε έτη υλοποίησης της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης έχει καθηλωθεί σε χαμηλό επίπεδο παραγωγής, επενδύσεων, μισθών, κοινωνικών δαπανών, εγχώριας ζήτησης, παραγωγικότητας της εργασίας, αγοραστικής δύναμης και υψηλό επίπεδο ανεργίας, φορολόγησης των εισοδημάτων και δημόσιου χρέους.
Ταυτοχρόνως έχουν «φυλακιστεί» οι ενδογενείς δυνάμεις του παραγωγικού συστήματος οι οποίες θα μπορούσαν σε συνθήκες εκτός του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος να οδηγήσουν σε ανάκαμψη της παραγωγής και της απασχόλησης.
Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι με ποιους όρους η ελληνική οικονομία μπορεί να τεθεί σε μια πορεία μετα-νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, δηλαδή ανάπτυξης της απασχόλησης και της επιμεριζόμενης ευημερίας.
Πρώτον, σε βραχυχρόνια διάρκεια, εφόσον ανακοπεί η λιτότητα, μειωθούν οι τιμές των εγχώριων προϊόντων, αυξηθούν οι μισθοί με την επιστροφή στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και αξιοποιηθεί η συνολική ζήτηση (εγχώρια και εξωτερική), η οποία θα θέσει σε λειτουργία το αχρησιμοποίητο δυναμικό της χώρας, θα αυξήσει την παραγωγή, θα ενισχύσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και της οικονομίας και θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Σε αντίθετη περίπτωση η ελληνική οικονομία θα διέλθει μακρά περίοδο στασιμότητας.
Δεύτερον, σε μεσομακροχρόνια διάρκεια, εφόσον βελτιωθεί με ένα επενδυτικό πρόγραμμα τεχνολογικής – παραγωγικής ανασυγκρότησης η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Πιο συγκεκριμένα απαιτείται:
Αμεση σύζευξη της δημόσιας επενδυτικής δραστηριότητας με τις αναπτυξιακές, περιβαλλοντικές, κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.
Βραχυμεσοπρόθεσμη αύξηση της απασχόλησης με τη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών παραγωγής διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, με τη μετατροπή της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε μείωση των τιμών (15%) των εξαγωγών. Ετσι οι επιδόσεις του εξαγωγικού τομέα θα επιτρέψουν τη μεγέθυνση του ΑΕΠ χωρίς τη δημιουργία ενός ανεπιθύμητου εξωτερικού ελλείμματος.
Ειδικότερα κρίνεται απολύτως αναγκαία η μεταμόρφωση και ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης (clusters) που μονοκαλλιεργείται από τις υπηρεσίες και τουρισμό με την επιλογή ηγετικών κλάδων [ενέργεια, υδρογονάνθρακες, πρωτογενής τομέας, τράπεζες, τρόφιμα – ποτά, δομικά και μεταλλικά υλικά, τουρισμός (δακτύλιος μεταποιητικών επιχειρήσεων και υπηρεσιών που ικανοποιούν την τουριστική ζήτηση), καινοτομία – τεχνολογία, κοινωνική οικονομία, φαρμακοβιομηχανία] παράλληλα με τη δημιουργία δικτύων και συνεργειών μεταξύ των τομέων και των συμπληρωματικών κλάδων παραγωγής σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
* Ο κ. Σάββας Ρομπόλης είναι επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ