Ποια θα είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ελληνική οικονομία το 2015; Θα είναι οι πρόωρες εκλογές; Θα είναι η μεταρρυθμιστική κόπωση της κυβέρνησης Σαμαρά; Θα είναι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο Μνημόνιο; Θα είναι η αδυναμία επαναφοράς της χώρας στις αγορές σε μόνιμη βάση; Τίποτε από τα παραπάνω. Στη φάση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για τις άμεσες προοπτικές της είναι η κατάσταση της ευρωζώνης. Για την ακρίβεια, τα επίπεδα ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ και η εξέλιξη του πληθωρισμού της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα δεν ευθύνεται για τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι Βρυξέλλες στην εκτράχυνση της ουκρανικής κρίσης και που σήμερα επιδρά στις οικονομικές σχέσεις 28 χωρών με τη Ρωσία. Δεν ευθύνεται ούτε για το γεγονός ότι η ΕΚΤ υπαναχώρησε στις γερμανικές πιέσεις και δεν έλαβε για τουλάχιστον δύο χρόνια μέτρα για την ανάσχεση των αποπληθωριστικών πιέσεων, ούτε και για τη μερική αποδυνάμωση του ευρώ. Σίγουρα δεν ευθύνεται και για το γεγονός ότι οι ρυθμιστικές Αρχές της ευρωζώνης, με τις αποφάσεις τους μετά το 2011, επέβαλαν μια σχεδόν ταυτόχρονη απομόχλευση των τραπεζών της ΕΕ, με αποτέλεσμα να «φρενάρουν» οι χορηγήσεις δανείων και να προκύψει πρόβλημα ρευστότητας. Ακόμη και αν τα παραπάνω ερμηνευθούν ως ένα επαναλαμβανόμενο «φαινόμενο της πεταλούδας», το μόνο σίγουρο είναι ότι έχουν τη δυναμική να καθυστερήσουν την επάνοδο του ελληνικού λαού στη «νέα κανονικότητα» που έχει ανάγκη.
Το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής –η επικαιροποίηση του οποίου θα ξεκινήσει μεθαύριο Τρίτη στο Παρίσι –βασίζεται σε κάποιες σημαντικές μακροοικονομικές παραδοχές. Σε αυτές έχουν στηριχθεί οι προβλέψεις για την πορεία των εσόδων, την πορεία των πρωτογενών πλεονασμάτων και την εξέλιξη του χρέους. Για παράδειγμα, το Μνημόνιο προβλέπει πως το 2014 η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 0,6% και ο προϋπολογισμός θα καταγράψει πρωτογενές πλεόνασμα (το αποτέλεσμα που προκύπτει αν εξαιρεθεί από τις κρατικές δαπάνες η εξυπηρέτηση του χρέους) 1,5% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα δεν έχει μνημονιακή υποχρέωση να πετύχει τον στόχο για την ανάπτυξη. Αλλά έχει υποχρέωση να πετύχει τον στόχο για το πλεόνασμα.
Ευρωζώνη και ΔΝΤ, θέλοντας να διασφαλίσουν την ταχύτερη δυνατή βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους –και την ταχύτερη δυνατή επαναφορά της χώρας στις αγορές -, επέβαλαν στην Ελλάδα την υποχρέωση καταγραφής τεράστιων πρωτογενών πλεονασμάτων έως το 2022. Ενδεικτικά, το 2015 το πλεόνασμα θα πρέπει να ανέλθει στο 3% του ΑΕΠ, δηλαδή σε διπλάσια επίπεδα σε σχέση με τα εφετινά. Το 2016 και το 2017 τα πλεονάσματα θα ανέλθουν σε ποσά άνω των 9 δισ. ευρώ καθ’ έτος και θα πρέπει να διατηρηθούν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα, ώστε να επιταχυνθεί η απόσυρση του χρέους.
Η τρόικα, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση, στήριξαν τους υπερφιλόδοξους αυτούς στόχους για τα δημόσια οικονομικά στην παραδοχή ότι η ελληνική οικονομία θα καταγράψει από το 2015 και μετά ταχύτατη ανάπτυξη. Η λογική είναι απλή και εύλογη. Οσο θα μεγεθύνεται το ΑΕΠ, τόσο θα μεγεθύνονται και τα έσοδα και τόσο ευχερέστερη θα είναι η διατήρηση των πλεονασμάτων. Είναι ενδεικτικό ότι το βασικό σενάριο του Μνημονίου προβλέπει πως η Ελλάδα θα αναπτυχθεί κατά 2,9% το 2015, κατά 3,7% το 2016, κατά 3,5% το 2017 και κατά 3,2% το 2018. Αν και διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, διατήρησαν εξ αρχής αποστάσεις από τους στόχους αυτούς, ωστόσο ο πήχης για την ανάπτυξη μπήκε από νωρίς υψηλά, κυρίως για να διευκολυνθούν οι παραδοχές για το χρέος.
Σήμερα οι προσδοκίες για ανάπτυξη της Ελλάδας μέσα σε ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον διαψεύδονται, καθώς η χαμηλή ανάπτυξη και ο χαμηλός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ θέτουν εν αμφιβόλω συνολικά τις στοχεύσεις για το ΑΕΠ, τα έσοδα και το χρέος. Αρκεί ένα παράδειγμα. Η παραδοχή για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,9% το 2015 στηρίζεται στην εκτίμηση ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 11,7% και οι εξαγωγές κατά 5,2%! Ωστόσο, εάν η ζώνη του ευρώ δεν αναπτυχθεί το επόμενο έτος κατά 1,5%, όπως έχει προβλεφθεί από το ΔΝΤ και την ΕΕ, η ελληνική οικονομία δεν θα δει ούτε τις επενδύσεις των κρατών της ευρωζώνης ούτε τους τουρίστες και τους καταναλωτές τους.
Αν οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές ήταν το λάθος του πρώτου ελληνικού προγράμματος, οι ανερμάτιστες αναπτυξιακές προβλέψεις κινδυνεύουν να αποδειχθούν μοιραίες για το δεύτερο πρόγραμμα προσαρμογής.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ