Δεν ήξερα τι να τις κάνω τις αποδείξεις που συσσωρεύονταν στο σπίτι τα τελευταία χρόνια, ένεκα εξυγίανσης του φορολογικού συστήματος. Ξεκίνησα να τις βάζω σε έναν φάκελο, όπου σε λίγο δεν χωρούσαν –μη φανταστείτε τίποτε αποδείξεις με… άλφα κεφαλαίο, και εκείνες του ψιλικατζίδικου μάζευα, του «ένα παγωτό και αυτές τις τσίχλες, παρακαλώ». Μετά, αγόρασα κάτι ωραία χάρτινα κουτιά από το Μοναστηράκι, ένα που έχει πάνω λουλουδάκια, ένα άλλο που έχει χαρούμενα γουρουνάκια και ένα τρίτο που έχει καραμέλες. Στο πρώτο έβαλα τις αποδείξεις του 2010, στο άλλο του 2011, στο τελευταίο του 2012. Στο ξύλινο κουτί με τα ποτά που μου έφεραν δώρο μια Πρωτοχρονιά άρχισα να βάζω τις αποδείξεις του 2013. Τις αποδείξεις του 2014 τις έχω ακόμη χύμα, γιατί δεν έχω βρει κουτί της αρεσκείας μου.
Η αλήθεια είναι πως όσο περνούν τα χρόνια, και από τη μία συρρικνώνονται οι αποδοχές μου ενώ από την άλλη ενδίδω πιο εύκολα σε προτάσεις του στυλ «40 ευρώ με απόδειξη, 30 χωρίς», μένουν όλο και πιο άδεια τα κουτιά: τίγκα εκείνο του 2010, μισογεμάτο το ιδίου μεγέθους με τις καραμέλες. Πάντως, η χαρτούρα χαρτούρα και το σπίτι μικρό για να τη χωρέσει. Αρχικά, επειδή τα κουτιά μου ήταν χαριτωμένα, τα είχα στολίσει στο σαλόνι. Οταν βαρέθηκα να τα βλέπω, τα απέσυρα σε ένα ντουλάπι. Πιάνουν τόπο όμως. Αποθήκη δεν έχω, στο πατάρι πολλή υγρασία… «Τι να τις κάνω τις αποδείξεις του 2010, μήπως να τις πετάξω;» είπα στον φοροτεχνικό μου. Μου το απαγόρευσε. «Να τις φέρεις να σου φτιάξω ένα φοβερό κολάζ» πρότεινε η Κλεοπάτρα, η οποία είναι και της καλλιτεχνίας και της ανακύκλωσης: «Να μου δώσεις και μια παιδική φωτογραφία σου να τη βάλω στη μέση, για να το κάνουμε ρετρό το έργο. Θα το ονομάσω «Παρελθόν με αποδείξεις», και ρετρό και καταγγελτικό και σουρεάλ». «Και όταν έρθει η Εφορία για έλεγχο, τι θα τους πω, «μελετήστε τον πίνακα»;». Τελικά, αποφάσισα να επαναφέρω τα κουτιά στο σαλόνι, δίπλα ακριβώς στην είσοδο, για να έχει άμεση πρόσβαση ο εφοριακός που αγριεμένος και απειλητικός θα εισβάλει φωνάζοντας: «Τις αποδείξεις σου ή τη ζωή σου». Τις αποδείξεις μου! Και τη ζωή που δεν έζησα λόγω ελλείψεως χρημάτων.
Πολύ του άρεσαν τα κουτιά των θησαυρών του Μάρκου, φίλου που ζει σε χώρα του Βορρά από εκείνες τις πολύ τακτοποιημένες, τις πολύ οργανωμένες, τις ιδανικές. Τις επικριτικές, επίσης, με «την Ελλάδα των απατεώνων». «Και εμείς μαζεύουμε αποδείξεις», είπε θαυμάζοντας το μοντέρνο κουτογλυπτό μου, «αλλά όχι τόσο φανατικά όπως εσείς, είναι διαφορετικό το σύστημα». Και ενώ μου εξηγούσε αυτό το σύστημα, τη μία αναφερόταν στα «κανονικά», που «τα βάζω στο συρτάρι της ταμειακής μηχανής», και την άλλη «στα μαύρα», που «πάνε στο συρταράκι». Το «συρταράκι» ήταν το μυστικό μέρος όπου φυλούσε το «μαύρο χρήμα» της επιχείρησής του, ενός ντελικατέσεν με βιολογικά προϊόντα, ώστε «να μην μπερδεύεται με τις εισπράξεις που δηλώνω». Χρήμα το οποίο προέκυπτε από παραγωγούς που δεν ήθελαν απόδειξη ή τιμολόγιο, αλλά και από πελάτες που τους ενδιέφερε περισσότερο η καλύτερη τιμή παρά άλλο ένα χαρτί για την Εφορία.
Σκέφτηκα ότι ο Ελληνας όπου και να πάει την μπαγαποντιά του θα την κάνει, τον Μάρκο όμως δεν τον είχα για τέτοιο. «Ολοι το κάνουν», απολογήθηκε, «δεν είμαι ο μόνος. Οταν ξεκίνησα, ήθελα να είναι όλα με τον νόμο. Ετσι, όμως, θα είχα λιγότερο κέρδος από τους ανταγωνιστές μου. Καταλαβαίνεις;». Ναι, για άλλη μια φορά είχα καταλάβει ότι η παραβατικότητα δεν είναι θέμα φυλής, αλλά «χαρακτηριστικό» όλων των ανθρώπων. «Εμάς, όμως, τους Ελληνες, βρίζουν όλοι». «Οι άλλοι το κάνουν πιο κομψά, πιο διακριτικά, αφήνουν κέρδος στο κράτος. Κατάλαβες; Ρίχνουν περισσότερα στο νόμιμο συρτάρι παρά στο «συρταράκι», ενώ εσείς δουλεύατε μόνο το «συρταράκι», απροκάλυπτα».

Οπότε, το θέμα δεν είναι αν θα κλέψεις, αλλά πώς θα κλέψεις. «Κάπως έτσι». Αρχισα να νιώθω δικαιωμένος για όλες τις αποδείξεις που αρνήθηκα προκειμένου να μου κάνουν καλύτερη τιμή και αδικημένος που με διαβάλλουν εκείνοι που κάνουν τα ίδια. «Ολα είναι μπίζνες, βρώμικες μπίζνες» γέλασε ο Μάρκος, ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι ήμουν μεγάλος βλάκας που όλα αυτά τα χρόνια πίσω από τα στολισμένα κουτιά μου δεν είχα κρύψει και ένα… κουτάκι. Ενα τοσοδούλικο κουτάκι, τόσο όσο χρειαζόταν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ