Οι ανισότητες είναι καθεστώς στο ελληνικό κράτος, ως αποτέλεσμα ανοργανωσιάς, βραχυπρόθεσμου προγραμματισμού ή αδιαφορίας. Το βλέπουμε στη φορολογία ακινήτων, στις ευνοϊκές διατάξεις για μετεγγραφές στα πανεπιστήμια, στον υπολογισμό των ετών συνταξιοδότησης. Δεν αναφερόμαστε στις ανισότητες που προκύπτουν από τον καπιταλισμό και την κακούργα κενωνία αλλά από στη χαλαρότητα που επικρατεί, στην ασυνεννοησία, στην αναβλητικότητα. Ωραιότατο παράδειγμα της πολιτικής νοοτροπίας αντλούμε από το σύστημα ελεγχόμενης στάθμευσης του Δήμου Αθηναίων, ένα σύστημα που ισχύει για ολίγους κατοίκους.
Ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης εξάντλησε μια θητεία χωρίς να αποδώσει δικαιοσύνη στο προνόμιο της στάθμευσης των κατοίκων. Υπάρχουν κάποιες περιοχές στις οποίες οι κάτοικοι βρίσκουν χώρο για το αυτοκίνητο σε θέσεις με ειδική διαγράμμιση, έχοντας προμηθευτεί δωρεάν το ειδικό σήμα. Οι υπόλοιποι οδηγοί, από άλλες περιοχές, άλλων δήμων αλλά και της Αθήνας, οφείλουν να πληρώνουν 6 ευρώ το τρίωρο. Στο τρίωρο αναγκάζονται να μετακινηθούν, διαφορετικά ενδέχεται να πάρουν κλήση για υπέρβαση χρονικού ορίου. Υποτίθεται ότι το μέτρο θα επεκτεινόταν παντού πλην όμως έμεινε στον αρχικό σχεδιασμό.
Υπάρχει λοιπόν κατηγορία ατόμων που κατοικούν κι εργάζονται εντός του Δήμου Αθηναίων. Αν λοιπόν ζουν σε περιοχή που δεν έχει ελεγχόμενη στάθμευση είναι υποχρεωμένοι είτε να γυρνοβολούν επί ώρες για μια θέση ή να πληρώσουν για θέση σε ιδιωτικό γκαράζ, ήτοι να ξοδεύουν το λιγότερο 120 ευρώ το μήνα. Εάν έχουν την ατυχία να εργάζονται σε περιοχή με ελεγχόμενες ζώνες στάθμευσης, πληρώνουν άλλα τόσα για ένα τριωράκι κάτω από τη δουλειά. Επί ένδεκα μήνες το χρόνο, πληρώνουν περισσότερα από 2.600 ευρώ ετησίως.
Στο αντίποδα βρίσκεται ο Αθηναίος που ζει σε περιοχή με θέσεις κατοίκων κι εργάζεται κοντά στο σπίτι. Εκείνος δεν πληρώνει τίποτε καθώς αφήνει το όχημα στην ίδια δωρεάν, εξασφαλισμένη θέση, τις ώρες που εργάζεται και τις ώρες που ξεκουράζεται. Υπάρχουν κι άλλες κατηγορίες αλλά ας μην επεκταθούμε

– δώσαμε την εικόνα. Η ανισότητα αυτή χρονίζει αλλά αυτό που κάνει ακόμη χειρότερες τις εντυπώσεις είναι ότι το μέτρο εφαρμόζεται σε περιοχές όπου τα τετραγωνικά μέτρα των σπιτιών έχουν μεγαλύτερη αντικειμενική αξία. Δηλαδή στην υποβαθμισμένη Κυψέλη δεν υπάρχει πρόβλεψη, κι ας είναι γεμάτη μαγαζιά η Πατησίων, κι ας είναι περιοχή με πολλά γραφεία και ιατρεία.

Αυτήν την ταξική διάκριση βρίσκουμε σε όλες τις υπηρεσίες του δήμου Αθηναίων. Η Κυψέλη δεν φωτίζεται επαρκώς τη νύχτα και είναι υπερβολικά βρόμικη – είναι, θα λέγαμε, αηδιαστική. Η εικόνα της δεν συγκρίνεται με εκείνη του Κολωνακίου. Βεβαίως με αυτόν τον τρόπο η πόλη εναρμονίζεται με τους κατοίκους της: στις υποβαθμισμένες περιοχές βλέπουμε φθαρμένα, παλιά παπούτσια και κόσμο πιο απεριποίητο οπότε τα λερά πεζοδρόμια ταιριάζουν πιο πολύ. Αν λοιπόν όλα τούτα δεν είναι αποτέλεσμα πολιτικής νωχέλειας, πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός αισθητικού συνταιριάσματος.