Ενα ζευγάρι ερωτευμένων παιδιών κάθεται σε ένα παγκάκι. Για την ακρίβεια, ας μην προτρέχουμε, μπορεί να μην είναι καν ερωτευμένοι, μπορεί απλώς να συμπαθούν (ποθούν;) ο ένας τον άλλον. Ισως απλώς να μην έχουν όρεξη να είναι μόνοι τους αυτή την αυγουστιάτικη αθηναϊκή βραδιά, από αυτές που ενοχλεί περισσότερο να είσαι μόνος.
Εντεκα μαντράχαλοι με εύκολα σπιτικά κουρέματα, κρυφά, ύπουλα, σκυφτά, με όχι και τόσο τίμιο αριθμητικό πλεονέκτημα, σαν ίσκιοι φοβισμένης γάτας, τους επιτίθενται, τους χτυπάνε, σπάνε το πόδι του ενός, και χάνονται στις σκιές για να γιορτάσουν τον μελαγχολικό τους θρίαμβο.
Μια αθηναϊκή ιστορία που έγινε γνωστή όχι επειδή είναι πρωτοφανής, όχι επειδή είναι συγκλονιστική (ο μέσος Αθηναίος δεν συγκλονίζεται εύκολα, θέλει πολύ περισσότερα από έναν δειλό τραμπουκισμό για να σηκώσει το φρύδι του), αλλά κυρίως επειδή οι θύτες της επέλεξαν να την καταγγείλουν. Να δηλώσουν με μια μήνυση κατά αγνώστων πως ζουν σε μια εποχή που δεν χρειάζεται να φοβάσαι να δηλώσεις πως είσαι ένας ομοφυλόφιλος υπό διωγμό στην Ελλάδα του 2014. Σε μια χώρα που ζει την έκρηξη του ρατσισμού, αλλά έχει πολιτικό προσωπικό ανίκανο στο να συμφωνήσει σε ένα λογικό αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Σε μια χώρα που μοιάζει πιο φυσικό να είσαι ένας μητροπολίτης που φτύνει σκοταδισμό, παρά να διαθέτεις το κορμί σου όπως επιθυμείς. Σε μια χώρα που νομίζει πως καθάρισε με τη μισαλλοδοξία επειδή φυλάκισε τους πιο φωνακλάδες εκφραστές της και δεν ασχολείται με τους πιο επικίνδυνους, τους πολιτικά ορθούς ρατσιστές, τους γραβατωμένους ρήτορες της ήπιας διαρκούς βίας σε καθετί διαφορετικό. Σε μια χώρα, ας μην κρυβόμαστε, που θέλει να ανήκει οικονομικά στην προοδευτική Δύση, αλλά στο θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων φλερτάρει με τη βαθιά θρησκόληπτη (και αλλόθρησκη) Ανατολή.
Αν υποθέσουμε πως όλες οι ιστορίες έχουν δύο πλευρές, η θετική πλευρά αυτού του περιστατικού ήταν πως οι άνθρωποι δεν φοβήθηκαν να καταγγείλουν την επίθεση, να ξεπεράσουν τις ενοχές του καταπιεσμένου, αυτή τη μάστιγα, και να μιλήσουν. Είναι μια καλή αρχή στη διαρκή μάχη κατά των τύψεων.
Γιατί οι ενοχές μοιάζουν να είναι το βασικό χαρακτηριστικό της γενιάς των 30 something, αυτής που μεγαλώνει αμήχανα μέσα στα απόνερα της οικονομικής κρίσης. Οι ενοχές είναι ζόρικος αντίπαλος. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες ρίζες για να πιάσουν, αναρριχώνται εύκολα, είναι μεταδοτικές, ύπουλες σαν ακροδεξιός τραμπούκος, και ο πυρήνας τους, όπως και η προέλευσή τους, είναι κάτι τόσο αόριστο που μπορεί να μη γίνει ποτέ αντιληπτό ακόμη και αν αυτές κάνουν πάρτι.
Οι ενοχές είναι επίσης πλουραλιστικές. Μπορείς να τις έχεις επειδή στην ηλικία σου οι γονείς σου είχαν ήδη οικογένεια ενώ εσύ ίσως να μην ξέρεις ακόμη τι δουλειά κάνεις. Γιατί δεν έχεις και ίσως να μην έχεις ποτέ τη δουλειά που ήθελες. Γιατί ξέρεις πως όχι μόνο δεν πρόκειται να κάνεις την ακίνητη περιουσία των προγόνων σου, αλλά ίσως να μην μπορείς και να τη συντηρήσεις φορολογικά. Γιατί μπορεί να προτιμάς να μην κάνεις παραδοσιακή οικογένεια, αλλά δεν σκέφτεσαι καν πώς θα το πεις στην παραδοσιακή σου οικογένεια. Γιατί οι οσμές που σε ελκύουν, οι χημικές ενώσεις που οδηγούν στον έρωτα, δεν είναι συμβατές με την εκκλησιαστική ηθική. Γιατί δεν ζεις τη ζωή που άλλοι φαντάστηκαν για εσένα.
Ενοχές βαθιές, αταβιστικές. Γιατί αν κάτι ξέρει καλά (και) μια ελληνική οικογένεια είναι το να σπέρνει τον σπόρο της ενοχής, από την πρώτη στιγμή που το έμβρυο βλαστάρι έρχεται στον κόσμο και ρίχνει το πρώτο κλάμα, μέχρι να φύγει από το σπίτι –ένας ενήλικος με ανήλικες υποχρεώσεις.
Ας μην υπερβάλλουμε, σίγουρα υπάρχουν και πιο ενοχικές γενιές. Ισως, για την ακρίβεια, οι προηγούμενες –ακόμη και αν δεν το καταλάβαιναν –να ήταν ακόμη πιο καταπιεσμένες, ακόμη πιο εγκλωβισμένες στο κοινωνικά αποδεκτό.
Αλλά τώρα που τελείωσαν οι υπόλοιπες πολυτέλειες, πρέπει να ασχοληθούμε με τις πραγματικές. Και να καταλάβουμε το βασικό: Λόγω κρίσης, λόγω προόδου, λόγω των τεκτονικών αλλαγών στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια, λόγω νομοτέλειας, ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων δεν θα ζήσει όπως θα ήθελε ή όπως προγραμμάτιζαν οι γονείς του, χωρίς να τον ρωτήσουν. Αυτό αρχικά φαίνεται σαν μια ανορθογραφία, σαν μια παράβαση, σαν ένα μεγάλο λάθος που φέρνει ενοχή. Ηρθε η ώρα να το καταλάβουμε: Αν πάψεις να νοιάζεσαι για τη γνώμη των άλλων, αν αντιτίθεσαι σε όσους θέλουν να σε κάνουν συμβατό με τη μιζέρια τους, δεν είσαι προβληματικός. Απλώς έχεις κάνει ένα βήμα προς μια καλύτερη ζωή. Και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ