Με την ορκωμοσία του ως προέδρου της Τουρκίας την περασμένη Πέμπτη ο Ταγίπ Ερντογάν πραγματοποίησε τελικά το όνειρό του να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής ζωής της χώρας του. Υπό την έννοια αυτή η προσωπικότητά του μόνο με εκείνη του Κεμάλ Ατατούρκ μπορεί να συγκριθεί. Εδώ όμως σταματούν οι συγκρίσεις, καθώς ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας οδήγησε τη χώρα του στα πρότυπα της δυτικής δημοκρατικής παράδοσης (παρ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα με τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές επεμβάσεις που ακολούθησαν) ενώ ο σημερινός πανίσχυρος ηγέτης δείχνει να γοητεύεται περισσότερο από το μεγαλείο του οθωμανικού παρελθόντος της και να θέλει να τη μετατρέψει σε μια περιφερειακή υπερδύναμη, που θα ηγείται του ισλαμικού κόσμου. Πρόθεση που αποκτά πρόσθετη σημασία σήμερα, καθώς όλη η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής απειλείται από έναν ανεξέλεγκτο ισλαμικό εξτρεμισμό, στηριγμένο στο μίσος και στον θρησκευτικό φανατισμό.
Την ήπια μορφή του πολιτικού Ισλάμ θέλει αντίθετα να επιβάλει ο τούρκος ηγέτης, αν και οι αντίπαλοί του, καθώς και οι δυτικές δυνάμεις, τον κατηγορούν ότι έχει ανοίξει τα εκτεταμένα σύνορα της χώρας του στα πάσης φύσεως εξτρεμιστικά στοιχεία, τροφοδοτώντας έτσι το απάνθρωπο καθεστώς του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Η αλήθεια είναι πάντως ότι ο Ερντογάν είχε επενδύσει πολλά στην επιτυχία της Αραβικής Ανοιξης, με την επικράτηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, για την ολοκλήρωση των σχεδίων του, αλλά το πείραμα αυτό απέτυχε παταγωδώς. Οπως απέτυχε παταγωδώς και η περιώνυμη πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες του γνωστού μας Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος διορίστηκε τώρα πρωθυπουργός πιστεύοντας πάντοτε στο οθωμανικό όραμα του παρελθόντος. Και δεν είναι τυχαίο που στην πρώτη του ομιλία χρησιμοποίησε τη λέξη «Restorasyon» (την τουρκική μετάφραση της γαλλικής λέξης «Restauration», που στην πολιτική της εκδοχή σημαίνει «Παλινόρθωση»), χωρίς ωστόσο να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.
Πού οδηγούν όμως όλα αυτά; Το πιθανότερο είναι ότι η Τουρκία θα συνεχίσει την πολιτική που ακολουθούσε ως σήμερα, επιδιώκοντας να ισορροπεί μεταξύ του στόχου της περιφερειακής υπερδύναμης και των ομαλών σχέσεων με τη Δύση. Και το ερώτημα είναι πόσο μπορεί να διαρκέσει η ισορροπία αυτή κάτω από τη σημερινή εκρηκτική κατάσταση στη γύρω περιοχή. Το ερώτημα είναι επίσης αν θα πρέπει να αναμένουμε μια αλλαγή στη γνωστή πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Αλλά και εδώ το πιθανότερο είναι πως όχι. Εκτός αν ο Ερντογάν, όντας τώρα ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, αισθανθεί ότι έχει τη δύναμη να υπερβεί την πεπατημένη του παρελθόντος, εξασφαλίζοντας έτσι τουλάχιστον στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου (με μια χειρονομία καλής θέλησης στο Κυπριακό) την απαραίτητη ηρεμία που επιτάσσουν οι σημερινές περιστάσεις. Αν αυτό συμβεί, θα πρέπει και εμείς να επιδείξουμε την ίδια αντίληψη, ώστε να μη χαθεί μια ενδεχόμενη σοβαρή ευκαιρία για οριστική διευθέτηση των γνωστών προβλημάτων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ