Ενας ευπατρίδης Ελληνας με μεγάλη συμβολή στον δημόσιο βίο και στον πολιτισμό επέμενε σε μία από τις πρώτες συναντήσεις του με τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι ο σημαντικότερος παράγων για την ανάπτυξη της Ελλάδας είναι τα αρχαία μνημεία της. «Αν το ελληνικό κράτος επενδύσει σ’ αυτά, θα απογειωθεί οικονομικά» έλεγε.
Ο τύμβος της Αμφίπολης και η παγκόσμια δημοσιότητα που έχει λάβει δείχνουν πόσο δίκιο είχε. Αλλά και πόσα πρέπει ακόμη να κάνει η Ελλάδα για να αναδείξει και να επενδύσει οικονομικά στους θησαυρούς της.
«Σκέψου» μου έλεγε γνωστός αρχαιολόγος «να είχαν οι Αμερικανοί τον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στην Ανδρίτσαινα. Θα είχαν κατασκευάσει στην περιοχή αεροδρόμια, ξενοδοχεία, καταπληκτικούς χώρους υποδοχής και μελέτης. Θα είχαν φροντίσει τη διασύνδεσή του με άλλα μνημεία της περιοχής, την Ολυμπία και τη Μεσσήνη, θα είχαν στήσει μια ολόκληρη εκπαιδευτική και τουριστική βιομηχανία για την ανάδειξη του μοναδικού αυτού μνημείου. Ενός ναού φτιαγμένου από ασβεστόλιθο και μάρμαρο τον 5ο αιώνα π.Χ. από τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα Ικτίνο, που έχει χαρακτηρισθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, το οποίο παραμένει όμως ουσιαστικά εγκαταλειμμένο και άγνωστο, με έναν μοναδικό φύλακα κλεισμένο σε μια τεράστια πλαστική τέντα από το 1987»!
Τα ίδια ισχύουν και για τη Δήλο –άλλο χαρακτηρισμένο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Μια ερειπωμένη αρχαία πόλη, εντυπωσιακά διατηρημένη, ένα πανελλήνιο ιερό του αρχαίου κόσμου, η έδρα του ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας που εξελίχθηκε στο διεθνές χρηματιστήριο της ελληνιστικής εποχής. Ο επισκέπτης μπορεί να πάρει γεύση από την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων –να μπει στις στοές της, στα κτίριά της, να προχωρήσει στις αρχαίες οδούς. Κι όμως, αντί να κάνουν μάθημα εκεί όλα τα σχολεία του κόσμου, αντί να υπάρχει ένα υπερσύγχρονο μουσείο που να σε μεταφέρει στην εποχή του Περικλή με προβολές, διαλέξεις, πωλητήρια βιβλίων και αναμνηστικών υψηλής ποιότητας, υπάρχει ένας υποβαθμισμένος εκθεσιακός χώρος για να εξυπηρετεί οριακά τους τουρίστες των κρουαζιεροπλοίων της Μυκόνου.
Ολα αυτά τα χρόνια το μόνιμο μοτίβο των αρχαιολόγων ή των πολιτικών είναι ότι δεν υπάρχουν χρήματα για ανασκαφές –γι’ αυτό εξάλλου ο τύμβος της Αμφίπολης χρειάστηκε 50 χρόνια για να ανασκαφεί από τις πρώτες τομές που είχε κάνει εκεί τη δεκαετία του ’60 ο αρχαιολόγος Δ. Λαζαρίδης.
Για να βρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια όμως θα πρέπει το κράτος και η Αρχαιολογική Υπηρεσία να κινηθούν έξω από την πεπατημένη και να τολμήσουν όπως άλλες χώρες: π.χ., στην Ιταλία η συντήρηση του Κολοσσαίου χρηματοδοτείται από μια ιδιωτική εταιρεία κατασκευής παπουτσιών, ενώ στην Τουρκία αρχαιολογικοί χώροι προσφέρονται με υψηλό αντίτιμο για εταιρικά γεύματα ή για βραδιές κλασικής μουσικής.
Τι να λέμε, όμως… Στην Ελλάδα το Ιδρυμα Νιάρχου προσπαθεί, διαβάζω, να δωρίσει 3 εκατ. ευρώ στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (στο Φιξ) ζητώντας τη δημιουργία ενός συλλόγου φίλων που θα διαχειρισθεί τη δωρεά –το νομικό πλαίσιο αποτρέπει τις χορηγίες γιατί επιβάλλει πρόσθετη φορολογία στους δωρητές –και δεν τα ‘χει καταφέρει ακόμη. Μετά μας φταίνε τα μνημόνια…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ