Η γερμανίδα καγκελάριος δεν μασάει τα λόγια της. Και φαίνεται ότι πείθει, αν κρίνουμε από τον προχθεσινό ανασχηματισμό στη Γαλλία. Για να ορθοποδήσουν –λέει –τα υπερχρεωμένα κράτη και να ξαναγίνουν αξιόπιστα, πρέπει να κάνουν αυτό που κάνει η συνετή νοικοκυρά όταν διαπιστώνει ότι ο οικογενειακός προϋπολογισμός πέφτει έξω. «Να σφίξουν το ζωνάρι», μειώνοντας τις δαπάνες ώσπου να ισοσκελιστούν με τα έσοδα. Απλά πράματα, που πηγάζουν από την καθημερινή εμπειρία. Κι «αυτονόητα». Τόσο, που στην ευρωζώνη εξπέρ οικονομικής τεχνογνωσίας θεωρείται η συνετή νοικοκυρά και όχι οι νομπελίστες οικονομολόγοι…
Ελα όμως που η μακροοικονομία δεν λειτουργεί με τους ίδιους κανόνες που λειτουργεί η οικογένεια! Οταν η νοικοκυρά μειώνει τις δαπάνες, δεν επηρεάζει το οικογενειακό εισόδημα. Γι’ αυτό και ισοσκελίζεται ο προϋπολογισμός. Στη μακροοικονομία όμως υπεισέρχεται η αλληλεξάρτηση, οι σχέσεις μεταξύ ατόμων, νοικοκυριών, επιχειρήσεων, κράτους. Η δαπάνη του Α είναι εισόδημα του Β, η δαπάνη του Γ είναι εισόδημα του Δ και η δαπάνη όλων είναι το εισόδημα όλων, δηλαδή το ΑΕΠ. Ο πλούτος που παράγουμε κάθε χρόνο ισοδυναμεί με τις δαπάνες που πραγματοποιούμε. Οταν όλοι μειώνουν τις δαπάνες, τότε μειώνεται το ΑΕΠ.
Η Ελλάδα είναι τραγικό θύμα αυτού του ανόητου «αυτονόητου». Της άκριτης μεταφοράς της μικροοικονομικής λογικής στη μακροοικονομία. Η απόπειρα βίαιης δημοσιονομικής εξυγίανσης εν μέσω ύφεσης (λογική της συνετής νοικοκυράς) δεν οδήγησε σε ισοσκέλιση του προϋπολογισμού αλλά σε δημοσιονομική κατάρρευση. Ο λόγος είναι απλός. Η δραστική μείωση δαπανών και η πρωτοφανής αύξηση φόρων αφαιρούν αντίστοιχη αγοραστική δύναμη από την οικονομία, συρρικνώνοντας επικίνδυνα την ενεργό ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα δραματική μείωση του ΑΕΠ και έκρηξη της ανεργίας. Δραματική μείωση του ΑΕΠ σημαίνει χαμηλότερα εισοδήματα και άρα μικρότερη φορολογητέα ύλη. Εκρηκτική ανεργία σημαίνει μεγαλύτερες δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και κοινωνικό κράτος και μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές. Δεδομένου ότι έλλειμμα και χρέος εκφράζονται ως ποσοστό του (καταρρέοντος) ΑΕΠ, εύκολα αντιλαμβανόμαστε τους λόγους της δημοσιονομικής πανωλεθρίας.
Αν κάποιος υπουργός Οικονομικών έχει ως πρότυπο τη συνετή νοικοκυρά, θα αποτύχει. Η μακροοικονομία είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα. Απαιτεί λογισμό διαφορετικού τύπου και σύνθετη στρατηγική προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες. Σε καιρούς ύφεσης, που ο ιδιωτικός τομέας συρρικνώνεται, ο υπουργός πρέπει να αυξάνει τις δαπάνες και να μειώνει τους φόρους. Σε καιρούς οικονομικής ανάπτυξης, που ο ιδιωτικός τομέας επεκτείνεται, οφείλει να συγκρατεί τις δαπάνες και να αυξάνει τους φόρους. Μια ιδιότυπη δημοσιονομική τραμπάλα.
Η δημοσιονομική πολιτική δεν πρέπει να είναι «παντός καιρού» και να ασκείται με προκαθορισμένους κανόνες κλειδωμένους στο Σύνταγμα. Η γερμανικής έμπνευσης συνταγματική διάταξη ότι το διαρθρωτικό έλλειμμα δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ δεν αποτελεί μόνο σοβαρό αντιδημοκρατικό ολίσθημα αλλά και δείγμα κάκιστου ερασιτεχνισμού. Απλουστευτικές προσεγγίσεις του τύπου «ζήτω τα πλεονάσματα / κάτω τα ελλείμματα» ανεξαρτήτως συγκυρίας είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και προδίδουν πλήρη άγνοια του πώς λειτουργεί η μακροοικονομία.
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ..


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ